Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Κύπρος: Η προσάρτηση του 1914 και οι χαμένες ευκαιρίες της παραχώρησης στην Ελλάδα

γράφει ο Βαγγέλης Χωραφάς

 


 

Στις 5 Νοεμβρίου 1914 η Αγγλία κήρυξε άκυρη τη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης του 1878 με τα Τουρκία και προσάρτησε τη Κύπρο. Θα περνούσαν 45 χρόνια για να τερματιστεί η βρετανική κυριαρχία στο νησί και να ιδρυθεί το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου.

Ωστόσο, η περίοδος προσάρτησης της Κύπρου είναι σημαντική γιατί σε αυτή έγιναν δύο προσφορές από την πλευρά της Αγγλίας, το 1912 και το 1915 για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα οι οποίες δεν τελεσφόρησαν.

Η περίοδος μέχρι το 1912

Μέχρι τι 1912 οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν ασχοληθεί συστηματικά με το κυπριακό ζήτημα. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον αντίκτυπο της ήττας του 1897, τον Μακεδονικό Αγώνα, το ζήτημα της Κρήτης και την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, μεταξύ άλλων. Το 1911-12 ο πρεσβευτής στο Λονδίνο Ιωάννης Γεννάδιος συνέταξε δύο εκθέσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε η ελληνική πολιτική στο Κυπριακό. Αυτή διατυπώνονταν σε δύο άξονες. Πρώτον, το εθνικό κέντρο έπρεπε να χαράξει την κατευθυντήρια γραμμή, δεύτερον η Ένωση θα έπρεπε να διεκδικηθεί σε συνεργασία με τις βρετανικές αρχές.

Είναι η εποχή που η Αθήνα για πρώτη φορά εντάσσει το Κυπριακό στις υπόλοιπες εθνικές της διεκδικήσεις. Και αυτό γίνεται επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος και συζήτησε για πρώτη φορά το ενδεχόμενο παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα.

Η πρόταση παραχώρησης του 1912

Στα μέσα του 1912 οι Βρετανοί στρατιωτικοί αναλυτές συζητούσαν το ενδεχόμενο κατάληψης νησιών του Αιγαίου από την Ιταλία και τις επιπτώσεις που θα προκύπταν για το Βρετανικό Ναυτικό. Θεωρούσαν ότι τα συμφέροντα τους θα μπορούσαν να απειληθούν από τον στόλο της Ιταλίας ή της Αυστροουγγαρίας, αλλά θα αντιμετωπίζονταν από τη ναυτική βάση της Μάλτας, ενώ δεν θα μπορούσε να υπάρχει μόνιμη κατοχή εδάφους ανατολικά της Μάλτας. Παρ΄ όλα αυτά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη διασφάλιση των συμφερόντων τους θα μπορούσε να επιτευχθεί με μια ναυτική συμφωνία με τα Γαλλία.

Τον Ιούλιο 1912 συμφωνήθηκε ότι το Βρετανικό Ναυτικό θα μπορούσε να προστατεύει τα αγγλογαλλικά συμφέροντα στην Ανατολική και το Γαλλικό στην Δυτική Μεσόγειο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η Βρετανία θα χρειάζονταν ένα σύμμαχο στην Ανατολική Μεσόγειο και ο Ουίνστων Τσώρτσιλ που ήταν Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, επέλεξε την Ελλάδα.

Με το Γιβραλτάρ και την Μάλτα υπό βρετανικό έλεγχο, ο Τσώρτσιλ επιδίωκε να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα λιμάνι κοντά στην Αδριατική, από το οποίο σε περίπτωση πολέμου ενάντια στην Τριπλή Συμμαχία θα μπορούσε να εξουδετερώσει τον στόλο της Αυστροουγγαρίας και ένα μέρος του στόλου της Ιταλίας. Στις διερευνητικές επαφές που έγιναν με τον πρόξενο της Ελλάδας στο Λονδίνο Ιωάννη Σταυρίδη, ο Τσώρτσιλ ξεκαθάρισε ότι ενδιαφέρονταν για το λιμάνι του Αργοστολίου. Όχι με προσάρτηση ή μίσθωση, αλλά το δικαίωμα χρήσης του λιμανιού με μυστική συμφωνία. Ως αντάλλαγμα παραχωρούσε την Κύπρο.

Στις 12 Δεκεμβρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος ενημερώθηκε από τον Σταυρίδη για την βρετανική πρόταση. Στις 16 Δεκεμβρίου ο Έλληνας πρωθυπουργός ενημερώθηκε από το Λόιντ Τζορτζ, υπουργό οικονομικών για την βρετανική πρόταση, με την οποία συμφώνησε και για το θέμα του Αργοστολίου και για το θέμα μιας συμμαχίας με την Βρετανία και τη Γαλλία. Στις 17 Δεκεμβρίου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος συναντήθηκε με τους Ουίνστων Τσώρτσιλ και Λόιντ Τζορτζ και συμφώνησαν να προχωρήσουν το θέμα του Αργοστολίου και της Κύπρου. Συμφωνήθηκε επίσης να μην ανακοινωθεί το θέμα της συμμαχίας με την Βρετανία και τη Γαλλία, πριν το Λονδίνο ενημερώσει τους Γάλλους και τους Ρώσους.

Στις 5 Ιανουαρίου 1913 ο Λόιντ Τζορτζ ενημέρωσε τον Βενιζέλο ότι ο Τσώρτσιλ είχε ετοιμάσει την πρόταση για την συμμαχία με την Γαλλία και θα την προωθούσε στην Γαλλία. Όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός ζήτησε να δει την πρόταση, του παρουσιάστηκε ένα memorandum το οποίο συμβούλευε την Ελλάδα να αναπτύξει ένα πιο ευέλικτο ναυτικό, να ακυρώσει την παραγγελία του θωρηκτού που είχε κάνει στην Γερμανία και στη θέση του να αποκτήσει ελαφρύτερα σκάφη. Ο Τσώρτσιλ επίσης αποκάλυψε ότι ο πρωθυπουργός Χέρμπερτ Άσκουιθ και ο υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι θεωρούσαν ότι θα ήταν δύσκολο να αιτιολογηθεί η παραχώρηση της Κύπρου με μυστική συμφωνία, θα έπρεπε να γίνει επίσημα. Τελικά συμφώνησαν να αναβάλουν το θέμα μέχρι το τέλος των διαπραγματεύσεων για την Συνθήκη του Λονδίνου που τερμάτιζε τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.

Τον Ιανουάριο 1914 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέφθηκε πάλι το Λονδίνο. Στις επαφές του με την βρετανική κυβέρνηση έθεσε το θέμα του Αργοστολίου και της Κύπρου, αλλά του επισημάνθηκε ότι η πολιτική κρίση που είχε προκύψει για το θέμα της Ιρλανδίας, δεν ευνοεί την λήψη οριστικών αποφάσεων. Συμφωνήθηκε να αναβληθεί η συζήτηση του θέματος μέχρι το τέλος Αυγούστου, αλλά στις 28 Ιουλίου ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Ο Έντουαρντ Γκρέι ο οποίος διαμόρφωνε μια πολύ συντηρητική εξωτερική πολιτική δεν ήθελε να προχωρήσει η υπόθεση του Αργοστολίου και της Κύπρου, γιατί φοβόνταν την αντίδραση της Ιταλίας. Από την πλευρά του, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ απογοητεύθηκε γιατί η Αθήνα δεν ακολούθησε το σχέδιο του για προμήθειες νέων πλοίων που θα έκαναν το ναυτικό πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Στην πορεία προέκυψαν και μεγάλα κόστη υποστήριξης του Αργοστολίου για τις επιχειρήσεις στην Αδριατική, τα οποία ο Τσώρτσιλ δεν είχε υπολογίσει στον αρχικό σχεδιασμό. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια οπισθοχώρηση της βρετανικής κυβέρνησης στο θέμα της Κύπρου.

Στις 5 Νοεμβρίου η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία. Αυτό για την Βρετανία σήμαινε την άρση του κωλύματος της τουρκικής επικυριαρχίας στην Κύπρο. Έτσι η Βρετανία κήρυξε την προσάρτηση της Κύπρου με ημερομηνία 5 Νοεμβρίου 1914, αλλά η διεθνής αναγνώριση αυτής της πράξης θα ολοκληρωθεί με την Συνθήκη της Λωζάνης το 1923.

Η πρόταση παραχώρησης του 1915

Τον Οκτώβριο 1915 τα αυστρογερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα κινήθηκαν επιθετικά κατά της Σερβίας. Αν συνέτριβαν την Σερβία οι Κεντρικές Δυνάμεις θα αποκτούσαν τον πλήρη έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής της Κωνσταντινούπολης και η Νοτιοανατολική Ευρώπη θα έμενε εκτεθειμένη.

Οι βρετανικές προσπάθειες επικεντρώνονται στο να κινητοποιήσουν την Ελλάδα και την Ρουμανία στο πλευρό της Αντάντ. Στις 12 Oκτωβρίου ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι δίνει εντολή στον πρέσβη στην Αθήνα Φράνσις Έλλιοτ να προσπαθήσει να πείσει την κυβέρνηση να μπει στον πόλεμο. Δεν προσφέρεται τίποτα ως αντιστάθμισμα. Την επόμενη ημέρα ο Γκρέι βελτιώνει την προσφορά του εγγυώμενος τα σύνορα της Ελλάδας και υποσχόμενος ότι με τον τερματισμό του πολέμου θα υπάρξουν εδαφικές προσαρτήσεις.

Μέσα στο κλίμα αυτό, ο Ρόμπερτ Σέσιλ, μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών διατυπώνει ένα σχέδιο με βάση το οποίο στην Ελλάδα θα πρέπει να δοθούν η Νότια Θράκη, η Σμύρνη και η Κύπρος, πριν το τέλος του πολέμου. Αν και ο Γκρέι διαφώνησε αρχικά για την Κύπρο, άλλαξε γρήγορα γνώμη.

Στις 16 Οκτωβρίου στέλνεται νέο τηλεγράφημα στον πρέσβη Έλλιοτ στο οποίο αναφέρεται ότι η Βρετανία είναι έτοιμη να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι θα υποστηρίξει στρατιωτικά την Σερβία στην επίθεση που δέχεται και θα συμπαραταχθεί με την Αντάντ. Στο τηλεγράφημα γίνονταν σαφές ότι η Ελλάδα έπερεπε να υποστηρίξει άμεσα και με πλήρη κινητοποίηση των στρατιωτικών της δυνάμεων την Σερβία.

Από το τηλεγράφημα του Γκρέι προκύπτουν δύο ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον, ότι επαναλαμβάνεται η τακτική του δολώματος της Κύπρου του 1912. Δεύτερον, δίνεται στην κυβέρνηση Ζαΐμη ελάχιστος χρόνος για να απαντήσει. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ψυχολογική πίεση που ασκήθηκε στην Αθήνα για να εκδηλωθούν οι προθέσεις της κυβέρνησης.

Στις 19 Οκτωβρίου ο Έλλιοτ πληροφορεί το Λονδίνο ότι το θέμα της Κύπρου πρόκειται να συζητηθεί εκείνη την ημέρα στο Υπουργικό Συμβούλιο, με την συμμετοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Την επόμενη ημέρα ο Ζαΐμης ενημέρωσε τους πρεσβευτές της Βρετανίας και της Ρωσίας ότι με βάση την γνώμη των στρατιωτικών θα ήταν καταστρεπτική η βοήθεια προς την Σερβία και ότι αποφασίστηκε να μην αναληφθεί δράση, αλλά η Ελλάδα να διατηρήσει την καλοπροαίρετη προς την Αντάντ ουδετερότητα της. Το Γενικό Επιτελείο ήταν πεπεισμένο ότι τα συμμαχικά στρατεύματα θα έφθαναν πολύ αργά για να βοηθήσουν την Σερβία. Έγινε σαφές ότι καμιά προσφορά δεν θα άλλαζε τη στάση της Ελλάδας.

Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Σαζόνοφ θεωρούσε ότι οι προσφορές προς την Ελλάδα ήταν υπερβολικές και ότι αυτό μείωνε το πρεστίζ της Αντάντ, η οποία έδινε την εντύπωση ότι παραχωρούσε τα πάντα για να επιτύχει την ελληνική συνεργασία. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί δεν είχαν πρόβλημα με την παραχώρηση της Κύπρου, ενώ οι αντιρρήσεις των Ρώσων είχαν να κάνουν περισσότερο με το ότι η Ελλάδα θα κυριαρχούσε στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η επίσημη ελληνική απάντηση στην βρετανική προσφορά για την Κύπρο, δόθηκε από τον πρέσβη Ιωάννη Γεννάδιο στις 22 Οκτωβρίου στο Λονδίνο. Στις 24 Οκτωβρίου ο Λόρδος Κρου τηλεγραφεί στον πρέσβη Έλλιοτ ότι η προσφορά για την Κύπρο έχει τελειώσει. Και είτε δεν θα ξαναγίνει στο μέλλον, είτε αν γίνει θα είναι κάτω από προϋποθέσεις που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν. Στις 25 Οκτωβρίου μεταβιβάζεται η απόφαση του Λονδίνου στον Ζαΐμη.

Αξιολογώντας την βρετανική πρόταση μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η ευθύνη του Κωνσταντίνου και της κυβέρνησης του είναι προφανής. Η βρετανική κυβέρνηση γνώριζε ότι η πρόταση της δεν είχε πιθανότητες αποδοχής, δεδομένης της σταθερής πολιτικής του Κωνσταντίνου περί ουδετερότητας της Ελλάδας.

Από την πλευρά των Βρετανών είναι περίεργο το γεγονός ότι μόνο λίγοι υπουργοί γνώριζαν την πρόταση και το ότι δεν είχε περάσει από το Υπουργικό Συμβούλιο. Σε μια τέτοια διαδικασία, ο Γκρέι θα είχε αντιμετωπίσει σοβαρές αντιρρήσεις για την παραχώρηση της Κύπρου. Προφανώς, οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή την πρόταση είχαν να κάνουν με την πίεση που αισθάνονταν με τις εξελίξεις στο μέτωπο των Βαλκανίων. Με τα δεδομένα αυτά, η πρόταση παραχώρησης της Κύπρου δεν ήταν πλήρως τεκμηριωμένη, άρα όχι απολύτως γνήσια.

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι και οι δύο προτάσεις της Βρετανίας του 1912 και του 1915 δεν ήταν αρκούντως σοβαρές. Έγιναν από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ και τον Έντουαρντ Γκρέι για να τους βοηθήσουν στην επίλυση κάποιων προβλημάτων της συγκυρίας που αντιμετώπιζαν, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει την πλήρη στήριξη της βρετανικής πολιτικής ελίτ, που θα χρειάζονταν για μια τέτοια απόφαση. Τις ευθύνες από ελληνικής πλευράς τις έχει καταγράψει η ιστορία

 

Τουρκία, ελληνοτουρκικά, ισλαμισμός και φασισμός

Η ραγδαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια, εκ των πραγμάτων, έστρεψε το ενδιαφέρον όλων μας στην έρευνα και την μελέτη όλων εκείνων των δεδομένων που αφορούν και στην ανάπτυξη της εξωτερικής μας πολιτικής αλλά και στο ιστορικό και το ιδεολογικό πλαίσιο αυτών των σχέσεων. Επίσης, έδωσε την ευκαιρία να διερευνήσουμε τα πράγματα και μέσα από την θρησκευτική τους σκοπιά μια και η ανάδειξη του ισλαμισμού ως κυρίαρχου στοιχείου διαμόρφωσης των τουρκικών πολιτικών κι επιδιώξεων είναι αδιαμφισβήτητη.

Εκείνο που έχει σημασία είναι η γνώση του απέναντι. Εννοώ, δεν είναι αρκετό να γνωρίζουμε ή έστω να υποψιαζόμαστε τις προθέσεις και τις επιδιώξεις του οποιουδήποτε. Πρέπει να γνωρίζουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε αλλά και ό,τι είναι εκείνο που τον οδηγεί σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Έτσι λοιπόν, δεν είναι καθόλου περίεργο που όλα σχεδόν τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα στη χώρα μας κατακλύζονται καθημερινά από πλήθος απόψεων κι εκτιμήσεων σχετικών ή άσχετων. Κι εγώ από την πλευρά μου έχω ετοιμάσει και έχω δημοσιεύσει πολλά κείμενα, συνεισφέροντας κάτι το ελάχιστο στον δημόσιο προβληματισμό και διάλογο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αποφάσισα να τα συγκεντρώσω σε ένα ποστ έτσι, ώστε να είναι εύκολα προσβάσιμα για όσους ενδιαφέρονται.

Ο δικός μου στόχος ήταν και είναι πάντοτε η παρουσίαση και περιγραφή της δικής μου αντίληψης και εκτίμησης και θέλω να πιστεύω ότι ο κάθε καλόπιστος αναγνώστης έχει βρει μέσα από τα άρθρα μου το κίνητρο για περαιτέρω έρευνα και κατανόηση της ρητορικής και της συμπεριφοράς των γειτόνων μας. Δεν είμαι επαγγελματίας διεθνολόγος ή ιστορικός ούτε και εργάζομαι ως αναλυτής ή δημοσιογράφος. Είμαι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει στην Τουρκία, έχει έρθει σε επαφή με την νοοτροπία και την κουλτούρα του γειτονικού μας λαού και πιστεύω ότι αυτή μου η εμπειρία μπορεί να έχει την χρησιμότητά της. Σε κάθε περίπτωση, έχω και την όρεξη και την διάθεση να συζητήσω οτιδήποτε και θα ήταν χαρά μου να δεχτώ σχόλια, παρατηρήσεις ακόμη και διορθώσεις εάν χρειάζεται.

Το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων παραμένει πάντοτε ενδιαφέρον κι επίκαιρο όπως επίσης και η συγκρουσιακή πορεία του Ισλάμ έναντι του Χριστιανισμού και της Ευρώπης. Η Τουρκία και το Ισλάμ είναι ο πλέον επίκνδυνος εχθρός του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής και σκέψης και είναι δεδομένο πως η Ευρώπη για άλλη μια φορά θα μετατραπεί σε ένα απέραντο πεδίο πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής και ιδεολογικής μάχης. Δεν γνωρίζω εκ προιμίου ποια θα είναι η εξέλιξη των πραγμάτων. Εκείνη που γνωρίζω είναι σφοδρότητα με την οποία επιτεθούν τα δύο στρατόπεδα το ένα στο άλλο.

Για την ώρα, ας μείνουμε σε απόψεις και εκτιμήσεις. Ακολουθεί η λίστα όλων των άρθρων μου με χρονολογική σειρά:

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2021

Ο φερετζές της υποκρισίας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων

 


Ο μουσουλμανικός πληθυσμός στην Ευρώπη, σύμφωνα με τι πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, δεν ξεπερνά το 6% σε σύνολο πληθυσμού που αγγίζει περίπου τα 500 εκατομμύρια· κι αν το ποσοστό αυτό μάς φαίνεται μικρό ή ασήμαντο, οι ισλαμικές οργανώσεις που εδρεύουν και δρουν σε ευρωπαϊκό έδαφος - καθ’ υπόδειξη κυρίως της Άγκυρας, φροντίζουν να μας υπενθυμίζουν διαρκώς το μέγεθος της... «αναστάτωσης» που μπορούν να προκαλούν τώρα και στο μέλλον, με την δυναμική που αναπτύσσουν για την διασφάλιση των δικαιωμάτων και την ικανοποίηση των ολοένα κι αυξανόμενων απαιτήσεων των μουσουλμάνων που ζουν ή φιλοξενούνται στη Γηραιά Ήπειρο. Μια δυναμική που απαξιώνει και αγνοεί επιδεικτικά τις θρησκευτικές / φιλοσοφικές / ιδεολογικές / πολιτισμικές και πολιτικές παραδόσεις και δομές των ευρωπαϊκών χωρών και λαών.

Η αλήθεια είναι πως το όλο ζήτημα των ισλαμικών απαιτήσεων δεν είναι σαφές κι απόλυτα οριοθετημένο, αν λάβουμε υπόψη μας τις όποιες κοινωνικοπολιτικές τους προεκτάσεις που είναι διαφορετικές από χώρα σε χώρα και, εκ των συνθηκών, παρατηρούνται πολλές ποιοτικές διαφορές. Αυτές ακριβώς οι διαφορές και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται αυτές οι απαιτήσεις, αποτελούν πρόκληση για τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και σκέψης όμως, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τα ιδιαίτερα ιστορικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά των μουσουλμανικών πληθυσμών κατά τόπους και κατά περίπτωση έτσι, ώστε οι άνθρωποι αυτοί να μην αισθάνονται περιθωριοποιημένοι ή πολίτες β’ διαλογής, όπως αισθάνονται οι μειονότητες στην Τουρκία για παράδειγμα. Μέχρι εδώ καλά.

Αφορμή για τη συγγραφή αυτού του άρθρου, αποτελεί η πρόσφατη αποτυχημένη προσπάθεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου - και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνεργασία με το Φόρουμ των Ευρωπαϊκών Μουσουλμανικών Οργανώσεων Φοιτητών και Νέων (FEMYSO), να «επιμορφώσουν» και να «διαφωτίσουν» τις ευρωπαϊκές κοινωνίες αναφορικά με τον σεβασμό του δικαιώματος των μουσουλμάνων να εκδηλώνουν ελεύθερα την θρησκευτική και πολιτισμική τους ταυτότητα, την διαφορετικότητά τους δηλαδή, προβάλλοντας ως ευρωπαϊκό αξιακό σύμβολο την ισλαμική μαντίλα με συνθήματα τύπου: «hijab is freedom» και «joy is hijab»(!)

Δικαιολογημένα η δράση αυτή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και στην χώρα μας, με ένα μεγάλο ερωτηματικό για τις ευθύνες εκείνων των θεσμικών παραγόντων που δήθεν λειτουργούν με γνώμονα το ευρωπαϊκό σύστημα κανόνων, αρχών κι αξιών. Αυτή όμως είναι μία και μόνη παράμετρος. Θεωρητική.

Επί του πρακτέου, οφείλουμε να γνωρίζουμε αν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αγνοούν τις σχέσεις της εν λόγω οργάνωσης με την Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας (DIYANET), την IGMG (τούρκοι ισλαμοφασίστες), την Μουσουλμανική Αδελφότητα και άλλες οργανώσεις-ομάδες που έχουν χαρακτηριστεί ως τρομοκρατικές καθώς, και τι ποσά της έχουν καταβληθεί από πλευράς Ε.Ε. και για ποιον σκοπό. Διότι, απ’ ό,τι φαίνεται, όλοι γνωρίζουν και κανένας μιλάει και κανένας δεν δοκιμάζει να κάνει απολύτως τίποτε…!

Υπάρχει βέβαια και η ανθρώπινη διάσταση. Ό,τι ακριβώς εκμεταλλεύεται όλος εκείνος ο συρφετός των αλληλέγγυων και των δικαιωματιστών που οι ισλαμιστές τους έχουν πιάσει - κατά το κοινώς λεγόμενο - κότσο. Οι αντιπρόσωποι αυτοί του τίποτα, αυτοπροβάλλονται «προοδευτικοί» και «φιλελεύθεροι» και αντιμετωπίζουν όλους εμάς τους υπόλοιπους ως οπισθοδρομικούς, ξεπερασμένους, φοβικούς και τα λοιπά. Και δεν τους περνά καν από το μυαλό ότι όλοι οι άνθρωποι, μουσουλμάνοι, βουδιστές, χριστιανοί, ινδουιστές, άθεοι ή ό,τι άλλο, είναι πρόθυμοι να δείξουν και δείχνουν τον ίδιο σεβασμό που απολαμβάνουν από τους γύρω τους, δεν επιτρέπουν στις όποιες διαφορές να δημιουργούν στεγανά κι εντάσεις, κι ούτε εξ υφαίνουν θεωρίες συνωμοσίας. Όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι έχουν τα ίδια σχέδια, τα ίδια όνειρα, τις ίδιες ελπίδες και τα ίδια θέλω: Να ζήσουν μία καλή κι αξιοπρεπή ζωή για εκείνους και για τα παιδιά τους.

Το πράγμα χαλάει από όσους αντιλαμβάνονται το περιβάλλον τους με άλλο μάτι. Από εκείνους που έχουν άλλες επιδιώξεις και εξυπηρετούν πολύ συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Και το Ευρωπαϊκό Φόρουμ Ισλαμικών Νεολαίων είναι ένας τέτοιος χώρος, με τα μέλη του να μην σέβονται τίποτε και κανέναν στην ετσιθελική προώθηση της πολιτικής του ατζέντας! Και δεν έχουμε κανέναν απολύτως λόγο να αμφιβάλλουμε ότι εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο του λεγόμενου υβριδικού πολέμου που διεξάγει η Τουρκία με κάθε τρόπο και μέσο έναντι της Ευρώπης. Το περίεργο είναι πως θεσμικά όργανα της Ε.Ε. δείχνουν πρόθυμα στην υιοθέτηση αυτής της πολιτικής ατζέντας...

Η αντίδραση της νεοεκλεγείσας τουρκάλας προέδρου του Φόρουμ, Hande Taner, είναι ενδεικτική κι άκρως αποκαλυπτική. Μετά την αποτυχημένη διαφημιστική εκστρατεία ανάδειξης της ισλαμικής κουλτούρας ως «σημαίνοντος» στοιχείου της «ευρύτερης» ευρωπαϊκής ταυτότητας, καθ’ υπόδειξη της Άγκυρας (για θυμηθείτε πόσες φορές ο ίδιος ο πρόεδρος Ερντογάν έχει εκφραστεί ανάλογα...), εξαπολύει μύδρους εναντίον των «ευρωπαίων (γάλλων) υποκριτών» (sic) που – πάντα κατά την ίδια – προάγουν με τις ενέργειές τους τις διακρίσεις εις βάρος των μουσουλμάνων και τη μισαλλοδοξία.

Η κ. Taner άρπαξε την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε για να παραδώσει μαθήματα περί σεβασμού πολιτικών (όπως αντιλαμβάνεστε η θρησκεία χρησιμοποιείται πάντα προσχηματικά) και ανθρωπίνων δικαιωμάτων· «προοδευτικότητας» κι αλληλεγγύης. Όμως, δεν την ακούσαμε και δεν την είδαμε ποτέ να επιδεικνύει την ίδια σπουδή για τα όσα συμβαίνουν στην Τουρκία, την χώρα καταγωγή της, κατά παράβαση κάθε λογικής και έννοιας δικαίου, όπως στην περίπτωση του Σελαχατίν Ντεμιρτάς ή του Οσμάν Καβαλά και τόσων χιλιάδων άλλων πολιτικών κρατουμένων ή για τις απαγορεύσεις εισόδου στη χώρα και τις απελάσεις με συνοπτικές διαδικασίες ευρωπαίων πολιτών με καταγωγή από τον Πόντο και άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας χωρίς κανένα απολύτως αιτιολογικό!

Ακόμη περισσότερο; Δεν έχει εκφραστεί ποτέ για τα όσα μύρια περνούν και υποφέρουν χριστιανοί, βουδιστές και ινδουιστές από μουσουλμανικές πλειοψηφίες στην Αφρική και την νοτιοανατολική Ασία.

Μας κουνάει το δάχτυλο λέγοντάς μας πως ο καθένας έχει δικαίωμα να φοράει ό,τι θέλει, όπου θέλει. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί αυτό το δικαίωμα δεν το έχουν οι χριστιανοί στην Τουρκία και σε άλλες μουσουλμανικές χώρες με κίνδυνο μάλιστα, σε αντίθετη περίπτωση, να υποστούν λεκτική ή άλλη επίθεση από τον όποιο τυχαίο παρανοϊκό αν έστω τύχει να δει κρεμασμένο τον σταυρό στον λαιμό;

Θα πρότεινα στην κ. Taner και σε κάθε άλλη κ. Taner, που επιδιώκει να έχει λόγο και ρόλο, να χτίσει το πολιτικό της κεφάλαιο πάνω στην αλήθεια. Γνωρίζω όμως εκ προοιμίου ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο μια και η ισλαμική αλήθεια είναι μία βρώμικη υπόθεση! Κι εδώ στην Ευρώπη το έχουμε δει, το βλέπουμε, το έχουμε ζήσει, το ζούμε και το βιώνουμε πολύ καλά… Αν παρά ταύτα ασφυκτιά και αποζητά περισσότερο χώρο κι ελευθερία, να ανασάνει λίγο η γυναίκα, μπορεί κάλλιστα να μετοικήσει στην χώρα καταγωγής της ή να εγκατασταθεί στο Ομάν, τη Σ. Αραβία, το Ιράκ, το Ιράν, το Πακιστάν ή και το Αφγανιστάν ακόμη. Απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω η ποιότητα δημοκρατίας εκεί ξεπερνά κατά πολύ τα ευρωπαϊκά στάνταρντς. Είμαι σίγουρος ότι θα έβρισκε την ευτυχία και θα ένιωθε πιο ελεύθερη και πιο ασφαλής.

Ας μιλήσουμε σοβαρά. Το Ισλάμ δεν είναι συμβατό με τις ευρωπαϊκές αξίες και μάταια προσπαθούν κάποιοι να μας πείσουν για το αντίθετο. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι θεσμοί προβληματικοί και δεν αντικατοπτρίζουν σε καμία περίπτωση τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα του ευρωπαϊκού χώρου αλλά και πέραν αυτού. Ούτε και μπορούν να διαρρυθμίσουν ένα ασφαλές και ποιοτικό περιβάλλον (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, όπως το αντιλαμβάνεται ο καθένας μας) για τους πολίτες της ΕΕ και για όλους όσους ζουν νόμιμα εδώ, είτε είναι μουσουλμάνοι, χριστιανοί, άθεοι ή παγανιστές.

Τα ερωτήματα είναι συγκεκριμένα και έχουμε κάθε δικαίωμα να γνωρίζουμε:

  • Τι επιχορηγήσεις έχουν λάβει αυτές οι οργανώσεις και για ποιόν σκοπό;
  •  
  • Για ποιό λόγο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί συνδιαλέγονται μαζί τους και ποιό το διακύβευμα;
  •  
  • Επίσης, ποιό είναι το όφελος που αναμένεται να απολαύσουν τα κράτη μέλη και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες από αυτή τη ... συναλλαγή;