Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κυπριακό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κυπριακό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Κύπρος: Η προσάρτηση του 1914 και οι χαμένες ευκαιρίες της παραχώρησης στην Ελλάδα

γράφει ο Βαγγέλης Χωραφάς

 


 

Στις 5 Νοεμβρίου 1914 η Αγγλία κήρυξε άκυρη τη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης του 1878 με τα Τουρκία και προσάρτησε τη Κύπρο. Θα περνούσαν 45 χρόνια για να τερματιστεί η βρετανική κυριαρχία στο νησί και να ιδρυθεί το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου.

Ωστόσο, η περίοδος προσάρτησης της Κύπρου είναι σημαντική γιατί σε αυτή έγιναν δύο προσφορές από την πλευρά της Αγγλίας, το 1912 και το 1915 για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα οι οποίες δεν τελεσφόρησαν.

Η περίοδος μέχρι το 1912

Μέχρι τι 1912 οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν ασχοληθεί συστηματικά με το κυπριακό ζήτημα. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον αντίκτυπο της ήττας του 1897, τον Μακεδονικό Αγώνα, το ζήτημα της Κρήτης και την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, μεταξύ άλλων. Το 1911-12 ο πρεσβευτής στο Λονδίνο Ιωάννης Γεννάδιος συνέταξε δύο εκθέσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε η ελληνική πολιτική στο Κυπριακό. Αυτή διατυπώνονταν σε δύο άξονες. Πρώτον, το εθνικό κέντρο έπρεπε να χαράξει την κατευθυντήρια γραμμή, δεύτερον η Ένωση θα έπρεπε να διεκδικηθεί σε συνεργασία με τις βρετανικές αρχές.

Είναι η εποχή που η Αθήνα για πρώτη φορά εντάσσει το Κυπριακό στις υπόλοιπες εθνικές της διεκδικήσεις. Και αυτό γίνεται επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος και συζήτησε για πρώτη φορά το ενδεχόμενο παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα.

Η πρόταση παραχώρησης του 1912

Στα μέσα του 1912 οι Βρετανοί στρατιωτικοί αναλυτές συζητούσαν το ενδεχόμενο κατάληψης νησιών του Αιγαίου από την Ιταλία και τις επιπτώσεις που θα προκύπταν για το Βρετανικό Ναυτικό. Θεωρούσαν ότι τα συμφέροντα τους θα μπορούσαν να απειληθούν από τον στόλο της Ιταλίας ή της Αυστροουγγαρίας, αλλά θα αντιμετωπίζονταν από τη ναυτική βάση της Μάλτας, ενώ δεν θα μπορούσε να υπάρχει μόνιμη κατοχή εδάφους ανατολικά της Μάλτας. Παρ΄ όλα αυτά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη διασφάλιση των συμφερόντων τους θα μπορούσε να επιτευχθεί με μια ναυτική συμφωνία με τα Γαλλία.

Τον Ιούλιο 1912 συμφωνήθηκε ότι το Βρετανικό Ναυτικό θα μπορούσε να προστατεύει τα αγγλογαλλικά συμφέροντα στην Ανατολική και το Γαλλικό στην Δυτική Μεσόγειο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η Βρετανία θα χρειάζονταν ένα σύμμαχο στην Ανατολική Μεσόγειο και ο Ουίνστων Τσώρτσιλ που ήταν Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, επέλεξε την Ελλάδα.

Με το Γιβραλτάρ και την Μάλτα υπό βρετανικό έλεγχο, ο Τσώρτσιλ επιδίωκε να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα λιμάνι κοντά στην Αδριατική, από το οποίο σε περίπτωση πολέμου ενάντια στην Τριπλή Συμμαχία θα μπορούσε να εξουδετερώσει τον στόλο της Αυστροουγγαρίας και ένα μέρος του στόλου της Ιταλίας. Στις διερευνητικές επαφές που έγιναν με τον πρόξενο της Ελλάδας στο Λονδίνο Ιωάννη Σταυρίδη, ο Τσώρτσιλ ξεκαθάρισε ότι ενδιαφέρονταν για το λιμάνι του Αργοστολίου. Όχι με προσάρτηση ή μίσθωση, αλλά το δικαίωμα χρήσης του λιμανιού με μυστική συμφωνία. Ως αντάλλαγμα παραχωρούσε την Κύπρο.

Στις 12 Δεκεμβρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος ενημερώθηκε από τον Σταυρίδη για την βρετανική πρόταση. Στις 16 Δεκεμβρίου ο Έλληνας πρωθυπουργός ενημερώθηκε από το Λόιντ Τζορτζ, υπουργό οικονομικών για την βρετανική πρόταση, με την οποία συμφώνησε και για το θέμα του Αργοστολίου και για το θέμα μιας συμμαχίας με την Βρετανία και τη Γαλλία. Στις 17 Δεκεμβρίου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος συναντήθηκε με τους Ουίνστων Τσώρτσιλ και Λόιντ Τζορτζ και συμφώνησαν να προχωρήσουν το θέμα του Αργοστολίου και της Κύπρου. Συμφωνήθηκε επίσης να μην ανακοινωθεί το θέμα της συμμαχίας με την Βρετανία και τη Γαλλία, πριν το Λονδίνο ενημερώσει τους Γάλλους και τους Ρώσους.

Στις 5 Ιανουαρίου 1913 ο Λόιντ Τζορτζ ενημέρωσε τον Βενιζέλο ότι ο Τσώρτσιλ είχε ετοιμάσει την πρόταση για την συμμαχία με την Γαλλία και θα την προωθούσε στην Γαλλία. Όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός ζήτησε να δει την πρόταση, του παρουσιάστηκε ένα memorandum το οποίο συμβούλευε την Ελλάδα να αναπτύξει ένα πιο ευέλικτο ναυτικό, να ακυρώσει την παραγγελία του θωρηκτού που είχε κάνει στην Γερμανία και στη θέση του να αποκτήσει ελαφρύτερα σκάφη. Ο Τσώρτσιλ επίσης αποκάλυψε ότι ο πρωθυπουργός Χέρμπερτ Άσκουιθ και ο υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι θεωρούσαν ότι θα ήταν δύσκολο να αιτιολογηθεί η παραχώρηση της Κύπρου με μυστική συμφωνία, θα έπρεπε να γίνει επίσημα. Τελικά συμφώνησαν να αναβάλουν το θέμα μέχρι το τέλος των διαπραγματεύσεων για την Συνθήκη του Λονδίνου που τερμάτιζε τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.

Τον Ιανουάριο 1914 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέφθηκε πάλι το Λονδίνο. Στις επαφές του με την βρετανική κυβέρνηση έθεσε το θέμα του Αργοστολίου και της Κύπρου, αλλά του επισημάνθηκε ότι η πολιτική κρίση που είχε προκύψει για το θέμα της Ιρλανδίας, δεν ευνοεί την λήψη οριστικών αποφάσεων. Συμφωνήθηκε να αναβληθεί η συζήτηση του θέματος μέχρι το τέλος Αυγούστου, αλλά στις 28 Ιουλίου ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Ο Έντουαρντ Γκρέι ο οποίος διαμόρφωνε μια πολύ συντηρητική εξωτερική πολιτική δεν ήθελε να προχωρήσει η υπόθεση του Αργοστολίου και της Κύπρου, γιατί φοβόνταν την αντίδραση της Ιταλίας. Από την πλευρά του, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ απογοητεύθηκε γιατί η Αθήνα δεν ακολούθησε το σχέδιο του για προμήθειες νέων πλοίων που θα έκαναν το ναυτικό πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Στην πορεία προέκυψαν και μεγάλα κόστη υποστήριξης του Αργοστολίου για τις επιχειρήσεις στην Αδριατική, τα οποία ο Τσώρτσιλ δεν είχε υπολογίσει στον αρχικό σχεδιασμό. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια οπισθοχώρηση της βρετανικής κυβέρνησης στο θέμα της Κύπρου.

Στις 5 Νοεμβρίου η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία. Αυτό για την Βρετανία σήμαινε την άρση του κωλύματος της τουρκικής επικυριαρχίας στην Κύπρο. Έτσι η Βρετανία κήρυξε την προσάρτηση της Κύπρου με ημερομηνία 5 Νοεμβρίου 1914, αλλά η διεθνής αναγνώριση αυτής της πράξης θα ολοκληρωθεί με την Συνθήκη της Λωζάνης το 1923.

Η πρόταση παραχώρησης του 1915

Τον Οκτώβριο 1915 τα αυστρογερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα κινήθηκαν επιθετικά κατά της Σερβίας. Αν συνέτριβαν την Σερβία οι Κεντρικές Δυνάμεις θα αποκτούσαν τον πλήρη έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής της Κωνσταντινούπολης και η Νοτιοανατολική Ευρώπη θα έμενε εκτεθειμένη.

Οι βρετανικές προσπάθειες επικεντρώνονται στο να κινητοποιήσουν την Ελλάδα και την Ρουμανία στο πλευρό της Αντάντ. Στις 12 Oκτωβρίου ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι δίνει εντολή στον πρέσβη στην Αθήνα Φράνσις Έλλιοτ να προσπαθήσει να πείσει την κυβέρνηση να μπει στον πόλεμο. Δεν προσφέρεται τίποτα ως αντιστάθμισμα. Την επόμενη ημέρα ο Γκρέι βελτιώνει την προσφορά του εγγυώμενος τα σύνορα της Ελλάδας και υποσχόμενος ότι με τον τερματισμό του πολέμου θα υπάρξουν εδαφικές προσαρτήσεις.

Μέσα στο κλίμα αυτό, ο Ρόμπερτ Σέσιλ, μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών διατυπώνει ένα σχέδιο με βάση το οποίο στην Ελλάδα θα πρέπει να δοθούν η Νότια Θράκη, η Σμύρνη και η Κύπρος, πριν το τέλος του πολέμου. Αν και ο Γκρέι διαφώνησε αρχικά για την Κύπρο, άλλαξε γρήγορα γνώμη.

Στις 16 Οκτωβρίου στέλνεται νέο τηλεγράφημα στον πρέσβη Έλλιοτ στο οποίο αναφέρεται ότι η Βρετανία είναι έτοιμη να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι θα υποστηρίξει στρατιωτικά την Σερβία στην επίθεση που δέχεται και θα συμπαραταχθεί με την Αντάντ. Στο τηλεγράφημα γίνονταν σαφές ότι η Ελλάδα έπερεπε να υποστηρίξει άμεσα και με πλήρη κινητοποίηση των στρατιωτικών της δυνάμεων την Σερβία.

Από το τηλεγράφημα του Γκρέι προκύπτουν δύο ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον, ότι επαναλαμβάνεται η τακτική του δολώματος της Κύπρου του 1912. Δεύτερον, δίνεται στην κυβέρνηση Ζαΐμη ελάχιστος χρόνος για να απαντήσει. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ψυχολογική πίεση που ασκήθηκε στην Αθήνα για να εκδηλωθούν οι προθέσεις της κυβέρνησης.

Στις 19 Οκτωβρίου ο Έλλιοτ πληροφορεί το Λονδίνο ότι το θέμα της Κύπρου πρόκειται να συζητηθεί εκείνη την ημέρα στο Υπουργικό Συμβούλιο, με την συμμετοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Την επόμενη ημέρα ο Ζαΐμης ενημέρωσε τους πρεσβευτές της Βρετανίας και της Ρωσίας ότι με βάση την γνώμη των στρατιωτικών θα ήταν καταστρεπτική η βοήθεια προς την Σερβία και ότι αποφασίστηκε να μην αναληφθεί δράση, αλλά η Ελλάδα να διατηρήσει την καλοπροαίρετη προς την Αντάντ ουδετερότητα της. Το Γενικό Επιτελείο ήταν πεπεισμένο ότι τα συμμαχικά στρατεύματα θα έφθαναν πολύ αργά για να βοηθήσουν την Σερβία. Έγινε σαφές ότι καμιά προσφορά δεν θα άλλαζε τη στάση της Ελλάδας.

Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Σαζόνοφ θεωρούσε ότι οι προσφορές προς την Ελλάδα ήταν υπερβολικές και ότι αυτό μείωνε το πρεστίζ της Αντάντ, η οποία έδινε την εντύπωση ότι παραχωρούσε τα πάντα για να επιτύχει την ελληνική συνεργασία. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί δεν είχαν πρόβλημα με την παραχώρηση της Κύπρου, ενώ οι αντιρρήσεις των Ρώσων είχαν να κάνουν περισσότερο με το ότι η Ελλάδα θα κυριαρχούσε στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η επίσημη ελληνική απάντηση στην βρετανική προσφορά για την Κύπρο, δόθηκε από τον πρέσβη Ιωάννη Γεννάδιο στις 22 Οκτωβρίου στο Λονδίνο. Στις 24 Οκτωβρίου ο Λόρδος Κρου τηλεγραφεί στον πρέσβη Έλλιοτ ότι η προσφορά για την Κύπρο έχει τελειώσει. Και είτε δεν θα ξαναγίνει στο μέλλον, είτε αν γίνει θα είναι κάτω από προϋποθέσεις που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν. Στις 25 Οκτωβρίου μεταβιβάζεται η απόφαση του Λονδίνου στον Ζαΐμη.

Αξιολογώντας την βρετανική πρόταση μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η ευθύνη του Κωνσταντίνου και της κυβέρνησης του είναι προφανής. Η βρετανική κυβέρνηση γνώριζε ότι η πρόταση της δεν είχε πιθανότητες αποδοχής, δεδομένης της σταθερής πολιτικής του Κωνσταντίνου περί ουδετερότητας της Ελλάδας.

Από την πλευρά των Βρετανών είναι περίεργο το γεγονός ότι μόνο λίγοι υπουργοί γνώριζαν την πρόταση και το ότι δεν είχε περάσει από το Υπουργικό Συμβούλιο. Σε μια τέτοια διαδικασία, ο Γκρέι θα είχε αντιμετωπίσει σοβαρές αντιρρήσεις για την παραχώρηση της Κύπρου. Προφανώς, οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή την πρόταση είχαν να κάνουν με την πίεση που αισθάνονταν με τις εξελίξεις στο μέτωπο των Βαλκανίων. Με τα δεδομένα αυτά, η πρόταση παραχώρησης της Κύπρου δεν ήταν πλήρως τεκμηριωμένη, άρα όχι απολύτως γνήσια.

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι και οι δύο προτάσεις της Βρετανίας του 1912 και του 1915 δεν ήταν αρκούντως σοβαρές. Έγιναν από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ και τον Έντουαρντ Γκρέι για να τους βοηθήσουν στην επίλυση κάποιων προβλημάτων της συγκυρίας που αντιμετώπιζαν, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει την πλήρη στήριξη της βρετανικής πολιτικής ελίτ, που θα χρειάζονταν για μια τέτοια απόφαση. Τις ευθύνες από ελληνικής πλευράς τις έχει καταγράψει η ιστορία

 

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

Η Τουρκία να καταστεί υπόλογη των πολιτικών και των επιδιώξεών της

 

Είναι ντροπή να κυματίζει η τουρκική σημαία δίπλα στην ευρωπαϊκή. Δεν έχει ούτε το ηθικό ύψος, ούτε το πολιτισμικό βάρος της ενωμένης Ευρώπης.

Αναμφισβήτητα, οι πολιτισμένοι λαοί έχουν μάθει να σέβονται σύμβολα και συμβολισμούς. Ακόμη κι εκείνα των εχθρών τους! Οι τούρκοι όμως, δεν σέβονται τίποτε απολύτως και κανέναν. Ούτε καν τους φίλους τους… όσοι τους έχουν απομείνει εν πάση περιπτώσει.

Δυστυχώς, ανάμεσά μας βρίσκονται οι πιο ένθερμοι. Και είναι αυτοί που τους προσφέρουν πλεονέκτημα έναντι του ελληνισμού, κι είναι εκείνοι που τους δίνουν τον χώρο να αυθαιρετούν και να εγκληματούν εις βάρος χωρών, λαών και πολιτισμών.

Ποτέ οι τούρκοι δεν φάνηκαν ικανοί να καταφέρουν κάτι από μόνοι τους. Το είδαμε αυτό και στον νότιο Καύκασο, το βλέπουμε και το βιώνουμε στην Κύπρο, στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Σε λίγα χρόνια από σήμερα, θα το ζούμε έντονα στους δρόμους και τις γειτονιές του Βερολίνου, των Βρυξελλών, του Παρισιού και σε κάθε γωνιά της Ευρώπης που αλλάζει πρόσωπο και χαρακτήρα…

Να είμαστε όμως δίκαιοι. Αυτή είναι η μία πλευρά του πράγματος. Η άλλη, έχει να κάνει με εμάς τους ίδιους. Τι κάνουμε 47 χρόνια τώρα; Εξακολουθούμε να ξύνουμε τις πληγές μας για να παραμένουν ανοιχτές. Δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Ακόμη και τώρα, δεν ξέρουμε τι ακριβώς θέλουμε να κάνουμε. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε διερευνήσει ενδελεχώς τι μπορούμε να κάνουμε! Και δεν έχουμε υποστηρίξει επαρκώς τις θέσεις μας.

47 χρόνια πέρασαν! Η δική μας υπομονή έπρεπε να είχε εξαντληθεί κι όχι των τούρκων. Εμείς θα έπρεπε να θέτουμε το αντικείμενο διαπραγμάτευσης και όχι οι τούρκοι. Βέβαια, κάτι τέτοιο προϋποθέτει σοβαρότητα, υπευθυνότητα, πολιτική και στρατιωτική βούληση και συνέπεια. Εμείς, έχουμε βολευτεί με τη …συνέπεια.

Αντί να λέμε ότι εδώ ο κόσμος καίγεται και μαζί με αυτόν καίγεται το σπίτι μας, κοιτάζουμε να βρούμε τρόπους να συμβιβάσουμε τα ασυμβίβαστα. Καμία περαιτέρω υποχώρηση δεν θα ωφελήσει ούτε τον ελληνισμό, ούτε την Ευρώπη και τους λαούς της. Ούτε ψηφίσματα και ημίμετρα θα μετριάσουν την ζημιά. Η Τουρκία πρέπει να τιμωρηθεί και για την συμπεριφορά της και για τις επιδιώξεις της. Θα πρέπει επιτέλους να καταστεί υπόλογη για όλα της τα εγκλήματα έτσι, ώστε να έχει την ευκαιρία να αναθεωρήσει τις πολιτικές της και τις φιλοδοξίες της.

Κανείς μας δεν θέλει την Τουρκία λαβωμένη και ταπεινωμένη. Θέλουμε όμως να υπολογίζουμε στον γείτονά μας. Να τον εμπιστευόμαστε. Να αισθανόμαστε και να αισθάνεται ασφαλής. Με απειλές και τσαμπουκά από τη μία και ανοχή από την άλλη, τίποτε δεν σώνεται.          

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Η λύση του κυπριακού δεν μπορεί να είναι πολιτική

 


Η λύση του Κυπριακού, αν κι εφόσον η Τουρκία εξακολουθεί στον ίδιο δρόμο, δεν μπορεί να είναι πολιτική. Και δεν μπορεί να είναι πολιτική διότι η Τουρκία επιμένει να εμπαίζει τη διεθνή κοινότητα, να δημιουργεί εστίες έντασης στον ευρύτερο γεωγραφικό μας χώρο και συνεχίζει να κρατά όμηρους ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους στις δικές της επιδιώξεις, που δεν είναι άλλες από την επιβολή του Ισλάμ, τον απόλυτο έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου και την υφαρπαγή κι εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου της Ελλάδος και της Μεγαλονήσου. Πλούτος που δεν της ανήκει.

Έχουμε υποχρέωση να προστατεύσουμε τους αιθέρες, τις θάλασσές μας, το νησί και τους κατοίκους του. Ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους. Έχουμε υποχρέωση να τους δώσουμε μία πατρίδα ενωμένη, ασφαλή και ισχυρή. Όπως πράξαμε στο παρελθόν και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις.

Μία τέτοια προοπτική δεν μπορεί να θεωρείται ουτοπική, τη στιγμή μάλιστα που τα συμφέροντα των μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων – ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας – μάλλον εναρμονίζονται με τις ελληνικές και τις κυπριακές προσδοκίες.

Αν θέλουμε ασφάλεια, ηρεμία, πρόοδο κι ευημερία· αν θέλουμε να απολαύσουμε ελευθερία, δημοκρατία και πολιτισμό, οφείλουμε να πετάξουμε τους τούρκους έξω από το νησί και να τους περιορίσουμε στα όρια που οι ίδιοι επέλεξαν έναν αιώνα νωρίτερα. Και θα τελειώσουμε μαζί τους μια και καλή αφού ούτε στρατιωτικά είναι ισχυροί, ούτε πολιτικά αξιόπιστοι, ούτε πολιτισμικά συντελούν στην ανάπτυξη και την πρόοδο.

Η Κύπρος δεν είναι πρόβλημα. Η Τουρκία είναι το πρόβλημα! Κι όχι μόνον πρόβλημα του ελληνισμού, αλλά όλου του πολιτισμένου κόσμου κι ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Ο ελληνισμός θα πρέπει επιτέλους να απαλλαγεί από τα ενοχικά του σύνδρομα, να απενοχοποιήσει τις ιδέες και τα οράματά του και να πάψει να φοβάται αδύναμους γίγαντες. Οπωσδήποτε, ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν σημαίνει πως θα πάμε για περίπατο. Κάθε δράση έχει και τις συνέπειές της. Το τίμημά της! Αν όμως δεν αναλάβουμε δράση τώρα, τότε, σύντομα θα κληθούμε να πολεμήσουμε τους τούρκους και τον ισλαμοφασισμό μέσα στους δρόμους και στα σπίτια μας και τότε το τίμημα θα είναι υψηλότερο. Δυσβάσταχτο!

Η Τουρκία είναι μία μεγάλη χώρα με ιστορικά και πολιτιστικά ερείσματα σε όλο τον χώρο της Κεντρικής Ασίας. Δεν το αμφισβητεί κανένας αυτό. Θα μπορούσε επομένως να είναι χρήσιμη. Εκείνο που ολοένα και περισσότερο πλέον αμφισβητείται είναι η δυναμική της και κατά πόσο μπορεί να διασφαλίσει τις ενεργειακές, οικονομικές κι εμπορικές ροές ανάμεσα σε Δύση κι Ανατολή.

Ένα δεύτερο ζήτημα προβληματισμού και διευθέτησης είναι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός τον οποίο η Τουρκία έχει εναγκαλιστεί και στηρίζει πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά. Βασική του επιδίωξη – και της Τουρκίας – είναι η προσβολή της δυτικής πολιτισμικής παράδοσης, πράγμα που αρχίζει να διαφαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρα μέσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Ιστορικά, βρισκόμαστε σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο. Ψηφίσματα και διακηρύξεις κι ευχολόγια Οργανισμών όπως του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ αποτελούν πλέον παρωχημένη έκφραση νομιμότητας και, σε πολλές περιπτώσεις, μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Κανείς δεν θα πρέπει να υπολογίζει σε αυτούς. Οι τούρκοι το συνειδητοποίησαν πολύ πιο γρήγορα από εμάς.

Και η Ε.Ε. είναι περισσότερο ένας οικονομικός μηχανισμός. Για να φτάσει να γίνει στρατιωτική υπερδύναμη όπως οι Η.Π.Α. η ή Κίνα, θα περάσουν πολλές δεκαετίες και βλέπουμε. Επομένως, το βλέμμα πρέπει να είναι στραμμένο στους μεγάλους παίκτες.

Ο ελληνισμός είναι ικανός να τους πείσει ότι μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους καλύτερα και πιο αποδοτικά από τους ισλαμοφασίστες; Αν η απάντηση είναι θετική, τότε, αναρωτιέμαι τι άλλο έχουμε να πούμε;

Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Εξωτερική πολιτική, κυπριακό και σημιτικός αμοραλισμός

Όπως ήταν φυσικό κι επόμενο, το χθεσινό tweet της κ. Διαμαντοπούλου, προκάλεσε πολλές αντιδράσεις τόσο για το περιεχόμενο όσο και για το ύφος με το οποίο είναι γραμμένο.

Η κ. Διαμαντοπούλου, δυστυχώς για εκείνη κι ακόμη χειρότερα για εμάς, αντιπροσωπεύει ό,τι πιο σάπιο έχει να επιδείξει η ελληνική πολιτική σκηνή. Οι μόνοι που δεν συμμερίζονται αυτή τη άποψη είναι οι οπορτουνιστές της πολιτικής μας ζωής, όπως ο πρόεδρος της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης κι ο αντιπρόεδρός του Άδωνις Γεωργιάδης ο οποίος, λαλίστατος όπως είναι πάντα, είχε χαρακτηρίσει «λαμπρή» (sic) την επιλογή της Άννας Διαμαντοπούλου για τη θέση του Γ.Γ. του ΟΟΣΑ… υποψηφιότητα την οποία τελικά απέσυρε η τελευταία λόγω της διαβλεπόμενης αποτυχίας.

Η κ. Διαμαντοπούλου είναι από τους ανθρώπους εκείνους που συνηθίζουν να προσβάλλουν την νοημοσύνη μας με «σοβαρότητα» κι «αξιοπρέπεια», κι επενδύουν στη κοντή μνήμη αλλά και την γενικότερη αστική μας ευπρέπεια που δεν θέλει ούτε διχόνοιες, ούτε εντάσεις, ούτε παροξυσμούς. Είναι από εκείνους που πιστεύουν ότι τα εθνικά μας θέματα, ως κομμάτι της γενικότερης πολιτικής διαχείρισης, οφείλουν - κι αυτά - να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Τι διαπραγμάτευσης; Δεν έχει καμία απολύτως σημασία.

Αν θα μπορούσαμε να την προσωποποιήσουμε, αυτή ακριβώς είναι η κληρονομιά της εποχής Σημίτη και του «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ που, σε αντιδιαστολή με το πατριωτικό κέντρο, ανέδειξε ένα πλήθος γραφειοκρατών και τεχνοκρατών με υποχωρητική νοοτροπία, άγνοια κι απουσία στόχου. Δίχως όραμα κι αδυναμία κατανόησης του πραγματικού κινδύνου και για την χώρα μας και για τον λαό μας. Γι’ αυτό άλλωστε χρησιμοποιούν με ευκολία όρους όπως «συμφέροντα», «πατριωτισμός», «μέλλον», «εξέλιξη», «δημοκρατία», «πολιτισμός», «συναίνεση»  κ.ο.κ.

Η εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ το 2012, διοχέτευσε όλες αυτές τις δυνάμεις κι έστειλε όλα αυτά τα πρόσωπα στα υπόλοιπα κόμματα. Έτσι, τους βρίσκουμε διαρκώς μπροστά μας. Εν πάση περιπτώσει και για να μην μακρηγορώ, αυτό το πολιτικό κατεστημένο επιβεβαιώνει διαρκώς πως  δεν γνωρίζει τι θέλει, δεν έχει κανένα σχέδιο και δεν μπορεί να προσφέρει στην πατρίδα και τον ελληνισμό ό,τι έχει πραγματικά ανάγκη. Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι, προσδοκούν ανάσταση νεκρών, πιστεύουν σε θαύματα και περιμένουν τη λύση από τον από μηχανής θεό που θα τους βγάλει από την δύσκολη θέση. 

Για να μην έχουμε αυταπάτες κι επειδή το κυπριακό λειτουργεί ως πλατφόρμα απορρόφησης κραδασμών, η ελληνική πολιτική ελίτ αντιλαμβάνεται την διαμόρφωση και την άσκηση της εξωτερικής μας πολιτικής ως τεχνοκρατικό ζήτημα πλήρως εναρμονισμένο με την «δυτική θεώρηση των πραγμάτων» και δεν την αφορά ιδιαίτερα η ακεραιότητα του ελληνισμού και η υπεράσπιση των εθνικών μας θεμάτων αφού αυτή εξυπηρετείται (κυρίως και με οικονομικούς όρους) από τον ευρωπαϊκό παράγοντα.

Αν η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν βρει τρόπο να απαλλαγεί από τα σημιτικά βαρίδια – βλέπε ΕΛΙΑΜΕΠ, ακαδημαϊκούς, επιτρόπους, και λοιπούς… αν η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν σχεδιαστεί εκ νέου με όραμα, στόχους κι αυτοπεποίθηση σε πολλαπλά επίπεδα – όπως σε άλλο χρόνο και με άλλη ευκαιρία έχει επισημάνει κι ο Νίκος Δένδιας, πολύ φοβάμαι πως θα δούμε και θα βιώσουμε δράματα.