... το ζητούμενο δεν είναι "η διατήρηση των ήρεμων νερών στο Αιγαίο". Αν αυτό είναι το σημείο εκκίνησης των συνομιλιών σε κάθε επίπεδο και σε κάθε ευκαιρία από την ελληνική πλευρά τότε, πολύ φοβάμαι, η ελληνική διπλωματία εξακολουθεί να βαδίζει σε δρόμους που δεν βγάζουν πουθενά...
Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023
Κυριακή 14 Μαΐου 2023
Ένα πρόχειρο και σύντομο σχόλιο για τις εκλογές στην Τουρκία
Παρακολουθώ κι ακούω τις αναλύσεις των διαφόρων τηλε-ειδικών, που παρελαύνουν σχεδόν καθημερινά από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες και όλοι, μα όλοι, εκκινούν από την ίδια αφετηρία: από την θεωρία μιας «βαθιά διχασμένης» Τουρκίας, που θέλει επιτέλους ν’ ανασάνει…
Η τουρκική κοινωνία δεν είναι διχασμένη. Ακόμη περισσότερο; Γνωρίζει τι θέλει. Οι κούρδοι δεν αποτελούν εθνοτικό στοιχείο του περιθωρίου, αλλά στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι ενταγμένοι στον βασικό «εθνικό» κορμό και αυτοί, δεν ψηφίζουν το λεγόμενο φιλοκουρδικό κόμμα. Οι δε τούρκοι με ευρωπαϊκό προφίλ, δεν ξεπερνούν το 10% του συνολικού πληθυσμού, αν το φτάνουν καν αυτό το ποσοστό! Ίσως, ο πιο δόκιμος τρόπος διερεύνησης του εκλογικού σώματος στην γειτονική μας χώρα να είναι το μέγεθος της δυναμικής που έχουν κατά περίπτωση τα επιμέρους συνθετικά του υποσύνολα. Για παράδειγμα το ηλικιακό, το οικονομικό ή το πολιτισμικό.
Ο πρόεδρος Ερντογάν, παρέλαβε μια κατεστραμμένη χώρα από την κεμαλική ελίτ και έδωσε ψωμί στους πολίτες. Σε όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως, παρά τις όποιες διακρίσεις. Διακρίσεις που δεν θα εξαλειφθούν ποτέ, ακόμη και αν αλλάξει η πολιτική κατάσταση κάποια στιγμή. Οι σημερινοί σαραντάρηδες, έφυγαν από τα σπίτια τους ξυπόλυτοι και σήμερα βγάζουν περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν. Δεν ξεχνάνε.
Ο πρόεδρος Ερντογάν, είναι ένας άνθρωπος που δεν δίστασε να συνεργαστεί με τρομοκράτες, να κλέψει, να καταχραστεί, να σκοτώσει και να φυλακίσει κόσμο, να κυνηγήσει ανελέητα ακόμη και φίλους και συνοδοιπόρους Ωστόσο, ισχυροποίησε την χώρα και την θωράκισε με μια νοοτροπία η οποία, μπορεί στην δική μας αντίληψη να μοιάζει και να είναι νοσηρή εντούτοις, για τους τούρκους είναι απόλυτα λογική, έστω κι αν είχε κι έχει ένα κόστος σε δικαιώματα που για τις δυτικές κοινωνίες είναι δεδομένα.
Ο Κιλιτσντάρογλου από την άλλη, κατά την άποψή μου, έχασε στο σημείο εκείνο που επέλεξε να αφήσει για λίγο στην άκρη την οικονομία και να αντιπολιτευτεί τον τούρκο πρόεδρο με τα εθνικά θέματα, επιχειρώντας να αναδείξει την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας ως προνομιακό χώρο της κεμαλικής πολιτικής σκέψης. Μόλις είδες ότι δεν του βγαίνει, επέστρεψε ξανά στα της οικονομίας. Η Τουρκία δεν χρειάζεται έναν Κιλιτσντάρογλου και οι τούρκοι το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά.
Ιμάμογλου. Μου είναι αδιανόητος ο τρόπος που «διαβάζουμε» τον «φίλο» δήμαρχο. Η αλήθεια είναι πως φταίει και το μητσοτακέϊκο γι’ αυτό σε μεγάλο βαθμό. Ο ίδιος είναι η χειρότερη εκδοχή του Ερντογάν - τα έχω γράψει κατά το παρελθόν, και αργά ή γρήγορα θα δούμε τι λέω και τι εννοώ. Η μόνη τους διαφορά είναι στον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται. Στην εικόνα. Και η εικόνα είναι ικανή να υπερκαλύψει το όποιο περιεχόμενο…
Σε ό,τι αφορά στους υπόλοιπους ηγέτες της ενωμένης – χαχαχα – αντιπολίτευσης, όλοι αυτοί μαζί κι ο καθένας μόνος του, δεν διαθέτει ισχυρό κοινωνικό έρεισμα.
Η θρησκεία. Παρότι – κυρίως οι νέοι τούρκοι – σε μεγάλο βαθμό δηλώνουν άθεοι, το Ισλάμ παραμένει στον πυρήνα της κοινωνικής και πολιτικής τους σκέψης και όλα γυρνούν γύρω από αυτό.
Η Τουρκία δεν είναι μία ειδική περίπτωση. Είναι διαφορετική. Και δεν μπορούμε να σχηματίζουμε άποψη με τα δικά μας μέτρα και σταθμά.
Στο ερώτημα που οι δημοσιογράφοι διαρκώς θέτουν για το ποιος μας συμφέρει περισσότερο; Ερντογάν ή Κιλιτσντάρογλου; η απάντηση θα πρέπει να είναι πως δεν μας αφορά καθόλου το ποιος. Η Τουρκία έχει μία συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα που ακολουθεί. Έχει συγκεκριμένες βλέψεις, συγκεκριμένες φιλοδοξίες, τις έχει καταστήσει γνωστές και δουλεύει πάνω σε αυτές αδιάφορα από πρόσωπα και κόμματα.
Εν κατακλείδι, θα κερδίσει τις εκλογές εκείνος που έχει δουλέψει σκληρά για την νίκη. Όλοι υποψιαζόμαστε ποιος είναι αυτός…
Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023
Η φαντασιοπληξία ενός λαοπλάνου
Συχνά πυκνά ο πρόεδρος Ερντογάν αναφέρεται στο πρόσωπο του Αντνάν Μεντερές, προσδίδοντάς του μάλιστα σχεδόν μυθικές διαστάσεις που δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική αλήθεια ούτε κατ’ ελάχιστον. Ο Μεντερές, υπήρξε πρωθυπουργός της Τουρκίας και συνιδρυτής του Δημοκρατικού Κόμματος (DP), το οποίο επέτυχε σαρωτική νίκη στις εκλογές του 1950 έναντι του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP). Παρόμοια νίκη φαντασιώνεται, επιθυμεί, επιδιώκει και σχεδιάζει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις επερχόμενες εκλογές κι από ό,τι φαίνεται, δεν θα υπάρχει κανείς και τίποτε που να μπορεί να του την στερήσει.
Το αξιοσημείωτο για το Δημοκρατικό Κόμμα και τον Μεντερές, δεν είναι η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των κεμαλιστών στην πολιτική ζωή της χώρας· άλλωστε, σχεδόν το σύνολο των μελών του κόμματος προερχόταν από τις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, παρά η ενεργοποίηση, η συμπόρευση και τελικά η νομιμοποίηση του ισλαμικού παράγοντα στα πολιτικά πράγματα, για πρώτη φορά από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η ιδεολογική σύζευξη τουρκικού εθνικισμού και Ισλάμ δεν συντελέσθηκε κατά τις δεκαετίες του ‛70 και του ‛80 - όπως πολλοί λανθασμένα υποστηρίζουν, αλλά πολύ νωρίτερα.
Για την ιστορία, το 1960, ο Αντνάν Μεντερές συνελήφθη μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα και μαζί με τον πρόεδρο Τζελάλ Μπαγιάρ κι άλλους υπουργούς της κυβερνήσεώς του, οδηγήθηκε σε πολύμηνη δίκη κατηγορούμενος για πλείστα αδικήματα, μεταξύ των οποίων και για το οργανωμένο πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Τελικά, καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο δι' απαγχονισμού κι εκτελέστηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1961 στη νήσο Ιμραλί στη θάλασσα του Μαρμαρά.
Γιατί όμως ο πρόεδρος Ερντογάν ταυτίζει εαυτόν με τον Μεντερές;
Ο ισλαμισμός δεν υπήρξε ποτέ απών από την πολιτική ζωή της Τουρκίας και πάντοτε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εφαρμόστηκε συμπληρωματικά ή και ανατρεπτικά για την κεμαλική ιδεολογία. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να ισχυριστούμε πως ο εθνολαϊκισμός των κεμαλιστών λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής στην ανάπτυξη του ισλαμοφασιστικού κινήματος, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, αν αναλογιστούμε την ανικανότητά τους να αρθρώσουν πειστικό πολιτικό λόγο.
Σε ό,τι αφορά στον ίδιο τον Μεντερές, η κατανόηση και η συνεννόηση με θιασώτες του ισλαμιστικού κινήματος από τη μία και ο συντηρητισμός της τουρκικής κοινωνίας από την άλλη, δημιούργησε την ψευδαίσθηση πως δημοκρατία και Ισλάμ μπορούν να συνυπάρξουν, διαμορφώνοντας έτσι ένα νέο υβριδικό περιβάλλον κοινωνικής διαχείρισης και πολιτικής διακυβέρνησης, που διευκόλυνε τον ισλαμισμό στην διοχέτευσή του και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά,.
Ως διακύβευμα παρέμενε και παραμένει πάντα η διασφάλιση (και η ερμηνεία) της τουρκικής ταυτότητας καθώς, δεν είναι δεδομένη ακόμη και σήμερα! Αυτή η πολιτική παράμετρος ήταν και είναι ασύμβατη με τον κεμαλισμό στην αυθεντική του εκδοχή κι εκεί εντοπίζεται το σημείο στο οποίο οι κεμαλιστές τώρα, όπως ακριβώς και τότε, χάνουν το παιχνίδι...
Αν και αναπόφευκτη αναγκαιότητα ο κεμαλισμός για την γειτονική μας χώρα, εκ των υστέρων μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι οι κληρονόμοι του δεν φάνηκαν αντάξιοι της αποστολής τους. Έτσι, ο ισλαμισμός παράλληλα με τον εθνικισμό και τον λαϊκισμό και με ρευστά τα όρια ανάμεσά τους, κατέστη ο κύριος φορέας του τουρκικού πολιτικού πολιτισμού.
Διαχρονικά, το ισλαμιστικό κίνημα επέδειξε κι επιδεικνύει ιδιαίτερη αντοχή κι ευελιξία. Εξακολουθεί να συνιστά μία δυναμική κι ελκυστική πολιτική πρόταση κυρίως για τα πιο παραδοσιακά, λαϊκά και θρησκευόμενα κοινωνικά στρώματα απ’ όπου αντλεί δυνάμεις.
Διέβρωσε σταδιακά τον πυρήνα της κεμαλικής ιδεολογίας περί εθνικής ομοιογένειας, επιτέθηκε με μένος σε κάθε τι «ξένο» κι έθεσε ως στόχο του την «καθαρότητα» από κάθε επιμέρους εθνολογικό, γλωσσικό, πολιτιστικό ή θρησκευτικό στοιχείο, αναδεικνύοντας το Ισλάμ ως το απόλυτο κριτήριο ταυτοτικού προσδιορισμού.
Οτιδήποτε μη τουρκικό και μη μουσουλμανικό είναι ξένο, και στο φαντασιακό των τούρκων ισλαμιστών έχει λάβει διαστάσεις εθνικού κινδύνου! Αντίληψη που εξηγεί τη συμπεριφορά των τούρκων αξιωματούχων απέναντι σε φίλους κι εχθρούς, τη γλώσσα του καφενείου, τις απειλές, την προκλητικότητα και τον φανατισμό του παράλογου.
Ο πρόεδρος Ερντογάν - και μόνον αυτός - ενσωματώνει και τις τρεις αυτές παραμέτρους στην λογική και την ρητορική του με τρόπο αδιαμφισβήτητο κι αδιαπραγμάτευτο, γι’ αυτό και κανένα πρόσωπο και καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στα ίσια - κατά το κοινώς λεγόμενο - μαζί του.
Παρενθετικά, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε πως η μόνη διέξοδος είναι η ίδια η δημοκρατία ωστόσο, κανείς τούρκος πολιτικός τη δεδομένη στιγμή πλην ίσως του Σελαχατίν Ντεμιρτάς δεν είναι πραγματικός δημοκράτης. Η Τουρκία δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει και να διαχειριστεί στις αξίες και τις αρχές που διέπουν όλον τον ελεύθερο και δημοκρατικό κόσμο. Η Τουρκία, δεν επιθυμεί την δημοκρατία.
Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022
Εθνολαϊκισμός, ισλαμισμός, δημοκρατία: ψευτοδιλήμματα κι αυταπάτες των γειτόνων μας
Το γεγονός της αποδοκιμασίας του καθεστώτος Ερντογάν από ένα μεγάλο ποσοστό των Τούρκων πολιτών, δεν σημαίνει ουδόλως ότι ο τουρκικός λαός στο σύνολό του απορρίπτει ή τουλάχιστον αμφισβητεί το αφήγημα περί εθνικής και θρησκευτικής ανα(σ)τάσεως ή το επεκτατικό ιδεώδες που προβάλλεται ως ιστορικά και ηθικά δίκαιο και νομικά βάσιμο, έστω κι αν βλάψει στο μέλλον τα συμφέροντα της Τουρκίας αυτή η θεώρηση των πραγμάτων η οποία, δεν έχει ούτε χρώμα ούτε πρόσημο.
Στην Ελλάδα ─μια και είμαστε υποχρεωμένοι να ασχολούμαστε διαρκώς με τους γείτονες─ λίγοι γνωρίζουν κι ακόμη λιγότεροι κατανοούν, πώς ακριβώς είναι δομημένη στο θεωρητικό πεδίο η πολιτική ζωή στη γειτονική μας χώρα. Και δικαιολογημένα, αφού η σχετική βιβλιογραφία και η αρθρογραφία είναι πολύ περιορισμένη.
Παρά λοιπόν τις αναγνωρίσιμες κι ολίγον αυθαίρετες ταμπέλες «δεξιά» (ισλαμιστές, εθνικιστές, συντηρητικοί) και «αριστερά» (κεμαλιστές, δημοκρατικοί, προοδευτικοί κ.λπ.) που χρησιμοποιούνται κι από εμάς κι από τους ίδιους τους Τούρκους ανάλογα, η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία ήταν, είναι και θα είναι και στο μέλλον, ο εθνολαϊκισμός. Σε όποια από τις έξι διαφορετικές του παραλλαγές. Στην πραγματικότητα, είναι αδόκιμο να ομιλούμε για Δεξιά κι Αριστερά στην Τουρκία.
Κάποια στιγμή ίσως κριθεί χρήσιμη η μελέτη αυτών των παραλλαγών και η συγκρουσιακή δυναμική ανάμεσά τους διότι, ναι, υπάρχει κι αυτή· ωστόσο, για την ώρα, ας έχουμε υπόψη μας ότι σε κάθε «κρίσιμη περίοδο» και σύμφωνα πάντα με την επικρατούσα αντίληψη, το συντηρητικό κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας μπορεί κι οφείλει να κάνει συμβιβασμούς ενώ το προοδευτικό της κομμάτι, παρά τις αποστάσεις που θέλει να κρατά κυρίως από την ισλαμική παράδοση, έχει την υποχρέωση να βρίσκει σημεία τομής ώστε και τα δύο ιδεολογικά ρεύματα να μπορούν όχι μόνον να συναντώνται αλλά και να συνεργούν.
Έχει ειπωθεί κατ’ επανάληψη και λανθασμένα ─όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά─ ότι κατά τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80, επιχειρήθηκε η συστηματική σύζευξη τουρκικού εθνικισμού και Ισλάμ.
Ο ισλαμισμός δεν ήταν ποτέ απών από τα πολιτικά πράγματα της χώρας. Πάντοτε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο λειτουργούσε συμπληρωματικά κι ενίοτε ανατρεπτικά σε κάθε πολιτική και κοινωνική διεργασία. Από την άλλη, ο εθνολαϊκισμός των κεμαλιστών μέσα από το πέρασμα του χρόνου, λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής της δύναμης του ισλαμοφασισμού στην Τουρκία κι εμείς, δεν ήμασταν σε θέση ούτε να το δούμε, ούτε να το αξιολογήσουμε αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα!
Αν μη τι άλλο, ο πρόεδρος Ερντογάν επέτυχε εκεί που απέτυχαν όλοι οι προηγούμενοι ισλαμιστές: στην παγιοποίηση μιας εκδοχής του Ισλάμ, της τουρκικής του εκδοχής, διεισδύοντας σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, επιτυγχάνοντας τη μεταβολή της φυσιογνωμίας της μεσαίας και της ανώτερης τάξης, των πιο μορφωμένων και των πιο προνομιούχων κοινωνικών ομάδων δηλαδή, που αντιλαμβάνονται πλέον εκείνο που εμείς ονομάζουμε νέο-οθωμανισμό (αν και οι ίδιοι δεν αποδέχονται αυτόν τον όρο), ως δίκαιο και νόμιμο «εθνικό» αγώνα ενάντια σε εκείνες τις «δυνάμεις» (πολιτικές/θρησκευτικές/οικονομικές κι άλλες) που επιθυμούν μία αδύναμη και πλήρως ελεγχόμενη Τουρκία. Σε αυτή την αντίληψη η ενωμένη αντιπολίτευση (sic!) δεν έχει τίποτε να αντιπροτείνει. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού εκφράζει τα ίδια κι ακόμη περισσότερα…
Για να πω την αλήθεια, είχα μεγάλες προσδοκίες από την αντιπολίτευση, κυρίως από το ρεπουμπλικανικό κόμμα. Έχοντας κάνει τα τελευταία χρόνια ατέλειωτες συζητήσεις με φίλους, μέλη και στελέχη του, μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ─λανθασμένα προφανώς─, ότι η καλλιέργεια ενός πιο δημοκρατικού φρονήματος θα αποτελούσε προτεραιότητα και ίσως, μεγαλύτερη επένδυση για το μέλλον. Όμως, η δημοκρατία, όπως εμείς την κατανοούμε και εννοούμε, είναι terra incognita για τους Τούρκους. Κι ό,τι είναι άγνωστο, θεωρείται επικίνδυνο… Έτσι, για την αντιπολίτευση, ο εθνολαϊκισμός συνιστά τη μόνη ενδεδειγμένη οδό.
Επιπλέον, όσο κι αν θέλουν να κρατούν αποστάσεις, το Ισλάμ δεν επιτρέπει κανένα απολύτως περιθώριο διάστασης. Ιδίως σήμερα. Τόσο για το εσωτερικό όσο και για το εξωτερικό. Όπου δηλαδή η γειτονική μας χώρα έχει απλώσει τα πόδια της.
Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022
Περί διεθνοποίησης του τουρκικού αναθεωρητισμού
Ας μην γελιόμαστε. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός νομιμοποιήθηκε από τις δικές μας φοβίες, την υποχωρητικότητα, τις αστοχίες μας, την απουσία σχεδίου και συντονισμού των πολιτικών δυνάμεων της πατρίδας μας… από τον πολιτικό μας “πολιτισμό”. Πιθανόν, να μην γινόταν διαφορετικά.
Να μην λησμονούμε ποτέ τη διάσταση Ανατολής - Δύσης σε ό,τι αφορά νοοτροπία κι αντίληψη. Αυτή η διάσταση αυξάνει μέρα με τη μέρα μέσα από το πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων καθώς, δεν εντοπίζεται μόνον στις όποιες εδαφικές βλέψεις και διεκδικήσεις που ανέκαθεν προέβαλε η γειτονική μας χώρα, ούτε και περιορίζεται στην επιρροή και την ισχύ ή τα όποια ενδεχόμενα οικονομικά οφέλη που μπορεί να αποδώσει η περιοχή μας. Η διαφορά ανάμεσα στους δύο κόσμους είναι πολιτισμική. Φτάνει να παρατηρήσει κανείς την φρασεολογία που χρησιμοποιείται και από τις δύο πλευρές, για να διαπιστώσει ότι το ζήτημα είναι πιο σύνθετο απ’ όσο φαίνεται.
Η Τουρκία είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα
Το πρόβλημα όμως, είναι η Τουρκία. Και τί μας λέει; Μας δηλώνει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι δεν δεσμεύεται από καμία συμφωνία, καμία συνθήκη και καμία συνεννόηση εφόσον αυτή δεν εξυπηρετεί τους στόχους και τα συμφέροντά της. Δεν σέβεται ούτε εχθρούς, ούτε φίλους· εκμεταλλεύεται την ευρωπαϊκή ανεπάρκεια κι απειλεί την Ελλάδα με πόλεμο. Καταφέρεται εναντίον του ελληνισμού με φτηνή γλώσσα, ψεύδη, συκοφαντίες και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς αλλά και με πολιτικές που κινούνται μακράν και πέραν κάθε νομιμότητας ή λογικής. Σημειωτέον, όταν ομιλούμε περί νομιμότητας αλλιώς την εννοεί η Δύση και αλλιώς η Ανατολή και μάλιστα, καθεστώτα όπως εκείνα της Ρωσίας, της Τουρκίας ή του Ιράν κ.λπ.
Όσοι γνωρίζουμε τους τούρκους και τον τρόπο που εκφράζονται και συμπεριφέρονται - ακόμη και μεταξύ τους, κυρίως μεταξύ τους - δεν δοκιμάζουμε την παραμικρή έκπληξη. Αντίθετα, έκπληξη προκαλεί η επιμονή κάποιων συγκεκριμένων προσώπων και κύκλων στην χώρα μας στην διατήρηση μιας παθητικής - “ψύχραιμη” την ονομάζουν - στάσης που, αντί να διορθώνει κάπως τα πράγματα, προμηθεύει με περισσότερη καύσιμη ύλη τον τουρκικό παροξυσμό. Στον αντίποδα, έχουμε και τις υστερικές πολεμικές ιαχές κάποιων άλλων λες και τώρα ήρθε η ώρα να πάρουμε την Πόλη…
Έτσι όμως δεν γίνεται εξωτερική πολιτική. Δεν είναι αυτός ο ενδεδειγμένος τρόπος διασφάλισης των εθνικών μας συμφερόντων. Κι όλοι όσοι γράφουμε ή ομιλούμε δημόσια κι εκφραζόμαστε κατά την αντίληψή μας, πριν οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να αναλογιστούμε εάν πράγματι βοηθούμε και υποστηρίζουμε την εθνική προσπάθεια με τους λόγους και τα γραπτά μας.
Ωστόσο, η γειτονική μας χώρα έχει επιλέξει τον δρόμο της. Κι αν φαίνεται ότι λειτουργεί βάσει σχεδίου, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει την πραγματικότητα. Από την στιγμή που αισθάνθηκε ότι μπορεί, προβάλλει αξιώσεις και διεκδικεί έναν ρόλο που δεν είναι ανάλογος ούτε των δυνατοτήτων της, ούτε της ιστορίας της, ούτε του πολιτισμού της. Δοκιμάζει κάθε δυνατή εναλλακτική έτσι, ώστε επαληθευθεί το αφήγημα της “μεγάλης” και “σημαντικής” Τουρκίας.
Τί την έκανε να αισθανθεί “δυνατή”; Ανίκανες ευρωπαϊκές ηγεσίες, η ασυνεννοησία μεταξύ τους σε πλήθος ζητημάτων, η άνοδος της ακροδεξιάς και η αυξανόμενη ισλαμοφοβία στον ευρωπαϊκό χώρο, το πλεονέκτημα που της παραχώρησαν Τραμπ-ρεπουμπλικάνοι, η αποχώρηση των αμερικανών και των συμμάχων τους από το Αφγανιστάν, τα ρωσικά σχέδια έναντι της Ουκρανίας και η αλληλοκατανόηση με τη Μόσχα, η απρόσκοπτη διείσδυσή της στην Αφρική, η χρησιμότητά της στο ενεργειακό πεδίο, το μεταναστευτικό/προσφυγικό, ο πλούτος του Αιγαίου και της Μεσογείου… όλα αυτά κι ακόμη περισσότερα, τροφοδότησαν τις φαντασιώσεις της τουρκικής ισλαμιστικής και εθνολαϊκιστικής ελίτ που διέκρινε το περιθώριο ανάπτυξης μια αναθεωρητικής πολιτικής χαμηλού κόστους. Τώρα, πόσο “χαμηλό” θα είναι αυτό το κόστος μένει να το δούμε.
Πάντως, ο τουρκικός ρεβιζιονισμός δεν έχει στο επίκεντρό του μόνο την Ελλάδα. Οι βλέψεις και οι επιδιώξεις της Τουρκίας δεν περιορίζονται σε εμάς. Εμείς όμως στεκόμαστε εμπόδιο σε αυτές τις επιδιώξεις. Κι όπως πολύ ορθά το περιέγραψε με λίγες λέξεις ο Δρ. Νικ. Ντάσιος σε πρόσφατο άρθρο του στην Huffington Post: “ο ελληνισμός στην παρούσα συγκυρία (και για ακόμη μια φορά) μετατρέπεται σε σύνορο του Δυτικού κόσμου έναντι του Ασιατικού δεσποτισμού”.
Διεθνείς σχέσεις και όροι επικοινωνίας
Όμως, ας πάμε στην ουσία του
θέματος ή έστω, στην πιο σημαντική του παράμετρο. Οι διεθνείς σχέσεις αν και
στην δομή τους έχουν κάποιες σταθερές που είναι αποδεκτές και ακολουθούνται από
όλους εντούτοις, μεταβάλλονται, αναπτύσσονται και εξελίσσονται διαρκώς. Κι εκεί
είναι που πάσχουμε ως χώρα. Αυτό πρέπει να είναι για εμάς το ζητούμενο!
Η Ελλάδα, ακόμη και τώρα, επιμένει στην χρήση εργαλείων και στην εφαρμογή πρακτικών που θεωρούνται από παρωχημένες και άχρηστες ως εξαιρετικά επικίνδυνες, εφόσον δεν καταφέρνουν να λύνουν προβλήματα ή να δημιουργούν ευκαιρίες στο βαθμό που θα ήθελε κανείς. Πρέπει κάποια στιγμή και μάλιστα γρήγορα να τελειώνουμε με το “μύκονοςςςςς”, συρτάκι, σουβλάκι, φουστανέλα, “nick the greek” και τα τοιαύτα. Ούτε και το χαρτί του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και πνεύματος είναι πλέον αρκετό. Κι αν αυτή δεν είναι η αλήθεια, αυτή την εικόνα βγάζουμε προς τα έξω και δεν μας βοηθά καθόλου.
Τί περιμένουμε ή τί άλλο θα πρέπει να συμβεί για να αναθεωρήσουμε επιτέλους - κι εμείς με τη σειρά μας, τον τρόπο που προωθούμε τις διεθνείς μας σχέσεις και ασκούμε την εξωτερική μας πολιτική; Είναι ή δεν είναι αντικειμενικός μας σκοπός η διασφάλιση της κυριαρχίας μας, των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων αλλά και η ασφάλεια και η ευημερία μας;
Ας παρατηρήσουμε τι συμβαίνει
γύρω μας. Όλες οι χώρες αργά ή γρήγορα καλούνται να διαχειριστούν ζητήματα που
θεωρούνταν λίγο ως πολύ λυμένα. Νέοι συσχετισμοί δημιουργούνται διαρκώς και
επιδιώκουν την νομιμοποίησή τους όχι απαραίτητα με την ισχύ αλλά, όλο και πιο
συχνά, με όρους marketing
και πρακτικές merchandising.
Εμείς βέβαια, έχοντας την Τουρκία δίπλα μας, είμαστε μάλλον άτυχοι. Αλλά, αν μη τι άλλο, οι όροι του εμπορίου απέκτησαν νέο νόημα και νέο περιβάλλον εφαρμογής, δημιουργώντας ένα χαοτικό μείγμα προθέσεων, στόχων, αντιλήψεων, ερμηνειών αξιώσεων και ναι, αιτιάσεων που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εξαιτίας πολλών παραγόντων, μεταξύ αυτών, της άγνοιας, της ανεπάρκειας και την μετριότητας που είναι δεδομένες στην ευρωπαϊκή πολιτική ζωή - μιλώντας πάντα για τα του οίκου μας! Έτσι, κράτη, λαοί, θεσμοί, οργανισμοί μετατράπηκαν σε καταναλωτές - και μάλιστα, δίχως καταναλωτική συνείδηση!
Η Τουρκία, πέραν της καθημερινά επαναλαμβανόμενης φτηνής ρητορικής, των προσβολών και των απειλών που εξαπολύει με κάθε ευκαιρία, έχει επιδοθεί σε έναν μεγάλο αγώνα δυσφήμισης και εξαναγκασμού (μας) κι επενδύει στην ψυχραιμία - με ή χωρίς εισαγωγικά - που εμείς επιδεικνύουμε. Και βρίσκει ευήκοα ώτα, όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο ή παράλογο. Προφανώς, το ζήτημα δεν είναι μόνον γεωπολιτικό…
Γιατί λοιπόν τα καταφέρνει εφόσον έχει άδικο; Μήπως δεν επικοινωνούμε τις θέσεις μας και τις απόψεις μας με τρόπο αποτελεσματικό; Μήπως οι όροι με τους οποίους επιδιώκουμε αυτήν την επικοινωνία είναι κάπως ξεπερασμένοι;
Από την άλλη, δεν μπορούμε να επαναπαυόμαστε εσαεί στους αγώνες της ομογένειας και την καλή πίστη δυο-τριών-πέντε-δέκα γερουσιαστών στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ή στην κατανόηση και συμπαράσταση φίλων κι εταίρων εδώ στην Ευρώπη, όταν κάποιοι αυτούς επενδύουν στην πολεμική μηχανή της Τουρκίας· εναντίον μας δηλαδή!
Θυμάμαι - δεν πάει πολύς καιρός, την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να σηκώνει padiera rossa για την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και να απειλεί με επιβολή κυρώσεων την Ρωσία, την ίδια ώρα και στιγμή που η Τουρκία επιτίθονταν στην Ελλάδα (Έβρος, Μάρτιος 2020). Κυρώσεις δεν υπήρξαν ποτέ και ούτε θα υπάρξουν αν κι εφόσον εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε την εδαφική μας ακεραιότητα.
Στο τέλος-τέλος, μήπως θα πρέπει να αρχίσουμε να διατυπώνουμε μία σειρά ερωτημάτων που θα βοηθήσουν τη διεθνή κοινότητα να δει ό,τι δεν βλέπει ή δεν θέλει να δει; για παράδειγμα, πόσο αξιόπιστη είναι η Τουρκία και πώς; Διασφαλίζει τα συμφέροντα του ελεύθερου και δημοκρατικού κόσμου; Πώς; Να μάθουμε επιτέλους, πόσο στρατηγική είναι τελικά η θέση της και πως μας εξυπηρετεί; - αν μας εξυπηρετεί…
Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022
Φετουλάχ Γκιουλέν: το Ισλάμ δεν είναι ακόμη σε θέση να αντιπαρατεθεί με τη Δύση
Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022
77η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών: Η αξιοπρεπής στάση του ελληνισμού απέναντι στις προκλήσεις και τις απειλές της Τουρκίας
Επιχειρώντας
μία πρώτη εκτίμηση και συγκρίνοντας τις ομιλίες Ερντογάν - Μητσοτάκη /
Αναστασιάδη στην Ολομέλεια των Ηνωμένων Εθνών, δεν μπορώ παρά να
σημειώσω πριν από οτιδήποτε άλλο το οφθαλμοφανές: το χάσμα - δηλαδή -
που χωρίζει το ελληνικό πνεύμα από τον τούρκικο χαρακτήρα. Διαβάστε τη συνέχεια εδώ: https://www.facebook.com/christos.moissidis/posts/10228281283478569
Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ευρωπαϊκή ασφάλεια είναι η Τουρκία
Υπάρχει πλέον ικανός αριθμός εμπεριστατωμένων άρθρων κι αναλύσεων, και σε έντυπη και ηλεκτρονική έκδοση, αναφορικά με τα αποτελέσματα της Συνόδου του ΝΑΤΟ στην Μαδρίτη. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν συμμερίζονται τις εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης κι απορρίπτουν την θετική αποτίμηση της Αθήνας για ό,τι αφορά στο πεδίο των ελληνοτουρκικών κι ευρωτουρκικών σχέσεων. Στην συνέχεια θα εξηγηθεί το γιατί. Προηγουμένως όμως, ας θυμηθούμε με ποιο σκεπτικό μετέβησαν στην Μαδρίτη Κυριάκος Μητσοτάκης και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, για να επαναβεβαιώσει την προσήλωσή της Ελλάδας στους ευρωατλαντικούς δεσμούς, την υποστήριξή της στην διεύρυνση της Συμμαχίας αλλά και για να απαντήσει σε τυχόν προκλήσεις της τουρκικής πλευράς – όπως στελέχη της ΝΔ και συστημικά μέσα ενημέρωσης είχαν επιμελώς φροντίσει να προκαταλάβουν την ελληνική κοινή γνώμη, το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της Συνόδου.
Ο Τούρκος Πρόεδρος, για να αναδείξει την Τουρκία ρυθμιστή των ευρωπαϊκών θεμάτων.
Και οι δύο επέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό. Από εκεί και ύστερα, ο δρόμος της διεύρυνσης δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Η ασφάλεια της Ευρώπης παραμένει ζητούμενο και το νέο στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ; Με δεδομένη την αδυναμία των ευρωπαϊκών ηγεσιών να διακρίνουν εγκαίρως απειλές, πραγματικές απειλές! και να αξιολογούν το είδος και το μέγεθος των προκλήσεων που παρουσιάζονται μπροστά τους κάθε φορά, μας επιτρέπεται να ομιλούμε από τώρα για μία μεγάλη αποτυχία.
Σουηδία – Φινλανδία – Τουρκία
Αν μη τι άλλο, η Τουρκία θα ήθελε κάτι καλύτερο από ένα γενικόλογο κείμενο σαν κι αυτό που τελικά υπεγράφη από τους Υπουργούς Εξωτερικών των τριών χωρών. Δηλαδή, της Τουρκίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας. Εντούτοις, η υπογραφή ενός μνημονίου κατανόησης και συνεργασίας δεν ήταν το ζητούμενο στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Γι’ αυτό και η στάση των Τούρκων ήταν μάλλον χλιαρή.
Από την άλλη, τα χαμόγελα των ευρωατλαντιστών περίσσευαν κι οι διαβεβαιώσεις περί ενός «έντιμου» συμβιβασμού τύπου win-win ή ...kazan-kazan, κατά την προσφιλή έκφραση του Τούρκου Προέδρου στη γλώσσα του, έδιναν κι έπαιρναν. «Ξεπεράστηκε ο σκόπελος». «Πρυτάνευσε η λογική» και οι «συμμαχικοί δεσμοί είναι πιο ισχυροί από ποτέ».
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το ΝΑΤΟ δεν επιθυμεί ένα μέλλον χωρίς την Τουρκία. Μια σειρά χωρών από τις Η.Π.Α. και τη Μεγάλη Βρετανία, μέχρι την Ισπανία και την Ιταλία μα, ακόμη και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, δεν αντιλαμβάνονται την Τουρκία ως «συστημική πρόκληση», παρά την έως τώρα συνολική συμπεριφορά της και τις έντονα ευδιάκριτες διαφορές σε πολιτικό, πολιτισμικό, αξιακό και ιδεολογικό επίπεδο. Έτσι, είναι πάντοτε διατεθειμένες να κάνουν υποχωρήσεις και να επιδιώκουν συμβιβασμούς, χωρίς ωστόσο να διασφαλίζουν ένα μίνιμουμ σταθερότητας κι ασφάλειας. Πάνω και πέρα απ’ όλα σημασία έχει η επικαιροποίηση του αφηγήματος της «συνοχής» και της «συνεννόησης»…
Δεν πρόλαβε ο Πρόεδρος Ερντογάν να επιστρέψει στην Τουρκία κι ευθύς αμέσως επανέλαβε - με την γνωστή αυθάδη ρητορική του - εκβιασμούς και απειλές, απαιτώντας εφαρμογή των συμφωνηθέντων, όπως τα εννοεί και τα ερμηνεύει η τουρκική ηγεσία, προκαλώντας εκ νέου πονοκέφαλο στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αφού, ο δρόμος μέχρι τη επικύρωση της ένταξης Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ από το τουρκικό κοινοβούλιο θα είναι μακρύς.
Οι απαντήσεις της φινλανδικής Προεδρίας και του
Υπουργού Δικαιοσύνης της Σουηδίας σε αυτές τις απαιτήσεις, καταδεικνύουν με τον
πλέον ξεκάθαρο τρόπο αυτή την διαφορά ερμηνείας την οποία κι επισημαίνουμε και
παράλληλα, επαληθεύονται για πολλοστή φορά όλοι όσοι έχουν κατ’ επανάληψη
εκφράσει την άποψη ότι, η Άγκυρα όχι μόνον δεν σέβεται την υπογραφή της αλλά,
κι ερμηνεύει συμφωνίες, συνθήκες και μνημόνια συνεργασίας μέσα από το πρίσμα
των δικών της "ευαισθησιών", φιλοδοξιών κι επιδιώξεων.
Όμως, αυτό το γνωρίζουν όλοι! Συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής κυβέρνησης.
Το γνωρίζει και ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ ο οποίος,
μόνο που δεν δακρύζει κάθε φορά που προφέρει το όνομα της γειτονικής μας χώρας. Γι’ αυτό και παρουσιάστηκε
και προτάθηκε προς τα ενδιαφερόμενα μέρη ένα κείμενο επιτηδευμένα γενικόλογο
ώστε, Σουηδία και Φιλανδία να νιώθουν ικανοποιημένες μέσα από ασάφειες και
κενά, η δε Τουρκία, να εξακολουθεί να έχει την ευχέρεια των αξιώσεών της.
Οι αξιώσεις του τουρκικού παράγοντα κι οι αυταπάτες μας
Η στάση της Τουρκίας στην Μαδρίτη δεν ήταν παρά μία κίνηση τακτικισμού καθώς, και σύμφωνα πάντα με την τουρκική θεώρηση, κάθε συμφωνία μπορεί και ερμηνεύεται κατά το δοκούν. Άρα, ποιά ερμηνεία θα υπερισχύει κατά περίπτωση; Εκείνη των Σουηδών και των Φιλανδών ή των Τούρκων;
Στην ουσία τώρα. Η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά ότι στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. το εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο λειτουργούν ως δικλείδες ασφαλείας, ώστε όλοι να απολαμβάνουν της προστασίας του Νόμου, πολίτες ή μη. Άρα, το διακύβευμα δεν αφορά σε απελάσεις ή στις όποιες νομικές υποχωρήσεις στα όρια του «ανεκτού». Άλλο είναι το θέμα. Η Τουρκία αποκτά λόγο στα νομικά πράγματα των δύο αυτών χωρών - κατά συνέπεια, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δικαίως θα αναρωτηθείτε: μα, δεν συμβαίνει ήδη; Συμβαίνει. Έχουμε πλήθος τούρκων και ισλαμιστών «ακτιβιστών» και τουρκοϊσλαμιστικών κομμάτων και οργανώσεων που για λόγους «πολιτικής ορθότητας» μπορούν και δραστηριοποιούνται εντός - και πολλές εκτός - θεσμικού πλαισίου στο εσωτερικό των χωρών της Ε.Ε. όμως, είναι η πρώτη φορά που ευρωπαϊκές χώρες υποχρεώνονται να αποδεχτούν την συμμετοχή και τον έλεγχο της Τουρκίας στο νομοθετικό τους έργο.
Επιπλέον, με την συναίνεσή τους, ανοίγει ο δρόμος για συμμετοχή της Τουρκίας στις πολιτικές ασφάλειας κι άμυνας της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της όποιας διευκόλυνσης συμμετοχής της στο έργο της PESCO.
Κάποια στιγμή, πρέπει να τελειώνουμε με τις όποιες αυταπάτες μας και να θέσουμε ευθέως πολύ συγκεκριμένα και σοβαρά ερωτήματα στους εταίρους μας. Ευρωπαίους και νατοϊκούς:
Από πού κι ως που μία ασιατική χώρα, μία ισλαμιστική χώρα, μια κατοχική δύναμη, μια χώρα με παρουσία σε εμπόλεμες ζώνες και ενεργή εμπλοκή σε συγκρούσεις που δεν εξυπηρετούν τα ευρωατλαντικά συμφέροντα και πολλές φορές στρέφονται κατά αυτών· με παθητική στάση στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες, με παρεμβάσεις στο εσωτερικό άλλων χωρών· μια χώρα που αποδεδειγμένα υποστήριξε κι εξακολουθεί να υποστηρίζει το ισλαμικό κράτος - ό,τι κι αν έχει απομείνει αυτό· μια χώρα που αμφισβητεί συνθήκες και συμφωνίες που η ίδια έχει υπογράψει, που καταπατά κάθε έννοια δικαίου, που δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, που αμφισβητεί την εδαφική ακεραιότητα κυρίαρχων χωρών, απειλεί την ασφάλειά τους κι επιβουλεύεται τον πλούτο τους… αυτή η χώρα μπορεί να συμμετέχει στις πολιτικές άμυνας κι ασφάλειας στον ευρωπαϊκό χώρο; Μπορεί να είναι κομμάτι του ελεύθερου, δημοκρατικού και πολιτισμένου κόσμου και να απολαμβάνει οικονομικών κι άλλων προνομίων; Μπορεί να εξοπλίζεται με ευρωπαϊκά όπλα; Μπορεί να έχει λόγο και ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα;
Αυτήν την (ανανεωμένη) εικόνα θέλει να βγάλει προς τα έξω η Ευρωαντλαντική Συμμαχία; Αυτές είναι οι αξίες κι οι αρχές της; Με αυτόν τον χαρακτήρα θα εγγυηθεί την «ελευθερία», την «δημοκρατία», την «ειρήνη», την «δικαιοσύνη» και την «ευημερία»… στο όνομα των οποίων δρα ή καλείται να δράσει οπουδήποτε στον κόσμο;
Δεν βλέπουν οι νατοϊκοί και οι Ευρωπαίοι - κυρίως οι δεύτεροι, τί κρύβεται στις «ανησυχίες» και στις «ευαισθησίες» των Τούρκων;
Η απάντηση είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες των ευρωπαϊκών και νατοϊκών χωρών, αδυνατούν να αντικατοπτρίσουν στους σχεδιασμούς και τις αποφάσεις τους ό,τι σκέπτονται και ό,τι επιθυμούν στην πλειοψηφία τους οι πολίτες τους. Σχεδόν σε όλα τα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών άμυνας κι ασφάλειας.
Η «πολιτική μπίζνα» αγνοεί αυτή τη πραγματικότητα κι ως εκ τούτου, η Τουρκία εξακολουθεί να θεωρείται αναγκαίος και σημαντικός εταίρος. Η Τουρκία όμως έχει επιλέξει στρατόπεδο. Και το στρατόπεδο αυτό δεν είναι το συμμαχικό!
Αν το ΝΑΤΟ επιθυμεί να διακρίνει απειλές και προκλήσεις, μάλλον θα πρέπει να κοιτάξει στο εσωτερικό του. Αν οι ευρωπαϊκοί λαοί επιθυμούν να είναι ελεύθεροι και ασφαλείς θα πρέπει να λάβουν τα μέτρα τους απέναντι στην Τουρκία, όσο είναι ακόμη νωρίς.
Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022
Χάρτες και παραχαράκτες
Η
κυβέρνηση (και παρά την απέχθειά μου στο μητσοτακέϊκο και την διαφωνία
μου στα υπόλοιπα θέματα πολιτικής διαχείρισης) φαίνεται ότι σε γενικές
γραμμές κάνει πολύ καλή δουλειά γι’ αυτό και οι τούρκοι έχουν γίνει
…τούρκοι :)
Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022
Weekend στην Πόλη για τον πρωθυπουργό
Επιτέλους! Μας ανακοινώθηκε χθες επίσημα από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο ό,τι ήδη γνωρίζαμε από τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης! Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα συναντηθεί με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη με την περιβόητη... «θετική διάθεση» που τον διακατέχει κάθε τριήμερο βρέξει-χιονίσει.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης θα συναντηθεί με τον κ. Ερντογάν, αλλά υπό ποιες προϋποθέσεις και συνθήκες θα πραγματοποιηθεί αυτή η συνάντηση, όταν γνωρίζουμε εκ των προτέρων τα ζητήματα που θα θέσει ο Τούρκους πρόεδρος στον Έλληνα πρωθυπουργό, και όταν για δύο και πλέον χρόνια οι Τούρκοι μάς έχουν καταστήσει αντικείμενο οργανωμένης διεθνούς δυσφημιστικής καμπάνιας, κι αποδέκτες μιας επιθετικής και προσβλητικής ρητορικής που καταδεικνύει όχι μόνον τη διαφορά αντίληψης αλλά και την διαφορά πολιτισμού ανάμεσα στις δύο χώρες και τους δύο λαούς.
Επομένως, με δεδομένες τις θέσεις και τις αξιώσεις της Τουρκίας έναντι των εθνικών μας συμφερόντων και με διαρκώς αμφισβητούμενη της εθνική μας κυριαρχία, τί ακριβώς περιμένει να αποκομίσει από αυτή τη συνάντηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Με ποιά «θετική διάθεση προσέρχεται σε αυτή τη συνάντηση» και τί σημαίνει ότι θα «επικεντρωθεί στην ουσία κι όχι στην ρητορική» και πως «δεν θα διαφοροποιηθεί από τις καθαρά διατυπωμένες θέσεις της Ελλάδας»; - Αυτό μας έλειπε!
Προφανώς, ο Έλληνας Πρωθυπουργός δεν έχει καταλάβει ακόμη την ζημιά που προκάλεσε στην πατρίδα μας με τις πρωτοβουλίες του, όπως για παράδειγμα με την αποστολή παράνομου και κατασχεμένου στρατιωτικού υλικού σε εμπόλεμη χώρα· και πάλι τώρα, με δική του πρωτοβουλία θα συναντηθεί με τον Τούρκο πρόεδρο…
Από την άλλη, πολύ φοβάμαι, ο κ. Ερντογάν έχει κάθε λόγο να αισθάνεται ικανοποιημένος. Η Τουρκία δείχνει πως έχει λόγο και ρόλο στα περιφερειακά ζητήματα που απασχολούν την περιοχή μας κι ο Κυριάκος Μητσοτάκης με κάθε του δήλωση και με κάθε του κίνηση τον αναδεικνύει σε ισχυρό παίκτη και του προσφέρει και τον «αέρα» που χρειάζεται στο εσωτερικό της χώρας του.
Ενώ εδώ καλλιεργείται η αντίληψη περί «απομονωμένης» διπλωματικά Τουρκίας και αναβάθμισης της Ελλάδας για να εξυπηρετηθεί το κυβερνητικό αφήγημα, η γειτονική μας χώρα υπηρετεί με συνέπεια την εθνική της στόχευση, ξεκινώντας από την δημιουργία μίας ευρύτερης σφαίρας επιρροής και καταλήγοντας στην υφαρπαγή - με κάθε τρόπο - εθνικών πόρων των γειτονικών της χωρών, μέχρι και την επικυριαρχία αν κι εφόσον οι συνθήκες της το επιτρέπουν.
Να μην έχουμε αυταπάτες. Οι Τούρκοι δεν παρεκκλίνουν ποτέ των στόχων τους – παρά τις όποιες κατά καιρούς διορθώσεις – κι οδηγούν το εθνικό όχημα στον προορισμό του. Εμείς αντίθετα, τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις και πέφτουμε συνεχώς πάνω στο δέντρο γιατί είμαστε κοντόφθαλμοι και δεν βλέπουμε το δάσος.
Από εκεί και πέρα, δίχως αμφιβολία, κάθε προσπάθεια συνεννόησης, σε όποιο επίπεδο, είναι και επιθυμητή και καλοδεχούμενη όταν υπάρχει καλή θέληση και από τα δύο μέρη. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της συνάντησης μάς προκαταβάλλει για το αποτέλεσμα. Μάλλον έχουν δίκιο όσοι αμφιβάλλουν για την χρησιμότητά της την δεδομένη χρονική στιγμή.
Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021
Ελλάδα, Ισπανία, συμμαχία
Αναμφισβήτητα, προβληματίζει πολλούς από εμάς η στάση (και) της φίλης και συμμάχου Ισπανίας, όχι απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο αλλά απέναντι στην ίδια την Ε.Ε., με τις εξαγωγές οπλικών συστημάτων και την αναβάθμιση εν γένει των σχέσεων που έχει με την Τουρκία, παραγνωρίζοντας τον αποσταθεροποιητικό της ρόλο και την απειλή που συνιστά για την ασφάλεια και την ειρήνη όχι μόνον στα ανατολικά εξωτερικά σύνορα της Ένωσης αλλά και μέσα σε αυτήν!
Οι Τούρκοι από προχθές πανηγυρίζουν και χαρακτηρίζουν την Ισπανία ως την πλέον ειλικρινή και πραγματική τους φίλη μέσα στην Ευρώπη και ποντάρουν στην στήριξή της σε κάθε συζήτηση περί κυρώσεων…
Υπό αυτή την έννοια, οι δηλώσεις του ΥΠΕΞ της Ισπανίας, σε συνέχεια της επίσκεψης του Ισπανού πρωθυπουργού στην Άγκυρα κι αφού η Ελλάδα εξέφρασε την έντονη ενόχλησή της, μάλλον έγιναν για να χρυσώσουν το χάπι.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως, ο ασθενής που χρειάζεται φαρμακευτικής αγωγής δεν είναι η Ελλάδα αλλά οι παρανοϊκοί ισλαμιστές που νομίζουν ότι θα κατακτήσουν τον κόσμο ξεκινώντας από την γειτονιά μας, με ορισμένους πρόθυμους να κάνουν ταμείο πιστεύοντας ότι μερικά ευρώπουλα θα τους αναδείξουν σε υπολογίσιμη δύναμη έναντι των εταίρων τους.
Ok. Όλοι πελάτες ψάχνουμε αλλά όχι όποιον κι όποιον. Δεν ξεφτιλίζουμε το εμπόρευμά μας χάριν της κατανάλωσης διότι, ναι μεν έχει αξία ο τζίρος αλλά, το καθαρό κέρδος είναι εκείνο που κάνει τη διαφορά.
Όταν λοιπόν με το καλό έλθει στην Αθήνα ο Ισπανός ΥΠΕΞ, θα περίμενα από τον Έλληνα ομόλογό του να στηρίξει ενώπιόν του το δίκαιο αίτημα του μαροκινού λαού για άμεση επιστροφή των αφρικανικών κτήσεων της Ισπανίας, τονίζοντας συγχρόνως - για να παραφράσω τον Ισπανό ΥΠΕΞ – «… η αλληλεγγύη της χώρας μας προς την Ισπανία και όλα τα κράτη της Ε.Ε. είναι υπεράνω πάσης αμφιβολίας!»
Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021
Θύματα και θύτες στις τουρκικές φαντασιώσεις
Συμπόσιο με αντικείμενο τις «σφαγές» και τις «θηριωδίες» που διέπραξαν οι Έλληνες στην Πελοπόννησο και τη Μικρά Ασία, πραγματοποιείται αυτό το διήμερο στην Σμύρνη από το Τουρκικό Ινστιτούτο Ιστορίας σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και με την υποστήριξη του τουρκικού ΥΠΕΞ.
Και αυτή η εκδήλωση εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο δράσεων που αναπτύσσει η γειτονική μας χώρα με αντικειμενικό σκοπό τον ιστορικό αναθεωρητισμό και την διαγραφή, από την συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας, των εγκλημάτων που διέπραξαν οι Οθωμανοί τούρκοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής τους πορείας μέσα στον χρόνο.
Ομιλούμε για έναν λαό που ευθύνεται για την γενοκτονία των Αρμενίων, των Ασσύριων και των Ελλήνων στην Ανατολή και για μία χώρα με ιδρυτική πράξη που υπεγράφη με το αίμα εκατομμυρίων αθώων.
Οι τούρκοι δεν είχαν ποτέ και δεν έχουν την πρόθεση να αναζητήσουν και να μελετήσουν την ιστορική αλήθεια. Βασικό τους μέλημα είναι η τεκμηρίωση του τουρκισμού ενώ, διακατέχονται πάντα από συμπλέγματα κατωτερότητας κι ενοχικά σύνδρομα που πηγάζουν από το εγκληματικό παρελθόν τους.
Η σημερινή Τουρκία επιχειρεί να επικαιροποιήσει το ιδεολόγημα του (παν)τουρκισμού αναζητώντας (ακόμα) μία ισχυρή ταυτότητα μέσα από «ευρήματα» και «πειστήρια» που – πάντα κατά την άποψή της – υποδεικνύουν ένα «καθαρό» ιστορικό και πολιτισμικό σημείο αναφοράς, ικανό να της επιτρέψει να ξαναγράψει την ιστορία με επιστημονικό και κοινά παραδεκτό τρόπο.
Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα δεν είμαστε εμείς αλλά η ίδια η ταυτότητα του τουρκικού λαού! Πιο αναλυτικά αναφέρομαι στο ζήτημα αυτό σε άλλο κείμενό μου το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ: «Ο ισλαμισμός και το ζήτημα της ταυτοτικής ανεπάρκειας στην Τουρκία».
Ένα είναι σίγουρο: Φανταστικοί εχθροί, αποδιοπομπαίοι τράγοι, φαντασιώσεις, μύθοι και ψεύδη αποτελούν τη μαγιά της σύγχρονης τουρκικής αντίληψης.
Από την πλευρά μας, δεν πρέπει να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια. Έχουμε χρέος να υπενθυμίζουμε διαρκώς και σε κάθε ευκαιρία, προς όλες τις κατευθύνσεις και κυρίως προς τα ανατολικά, την ιστορική κληρονομιά που φέρουν οι γείτονές μας, όχι για να τους έχουμε κολλημένους στον τοίχο, ούτε για να συντηρούμε μια έχθρα που δεν ωφελεί ούτε εκείνους ούτε εμάς. Βασική μας επιδίωξη θα πρέπει να είναι η διαφύλαξη της ιστορικής αλήθειας και είμαστε υποχρεωμένοι να βοηθήσουμε τους Τούρκους να αποδεσμευτούν από «ευαισθησίες» και πλάνες που δεν τους επιτρέπουν να υπάρχουν και να δημιουργούν αλλά, τους οδηγούν να επιβουλεύονται την ιστορία, τον πολιτισμό, τη κυριαρχία, τον πλούτο και την ευημερία των λαών και των χωρών γύρω τους.
Η Τουρκία σε μετάβαση κι οι τεχνοκράτες μας σε παράκρουση…
... ή αλλιώς: Ο κεμαλισμός κι ο ισλαμοφασισμός
δεν έχουν καμία θέση στην Ευρώπη
Ξεκίνησα να διαβάζω με πολύ ενδιαφέρον το άρθρο του κ. Ιωακειμίδη υπό τον τίτλο: «η Τουρκία σε μετάβαση…» κι οφείλω εκ προοιμίου να σημειώσω ότι, σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει επαρκώς και ικανοποιητικώς την εικόνα για την οικονομική και πολιτική πραγματικότητα της γειτονικής μας χώρας. Μέχρι εκεί όμως. Μόλις έφτασα στις προτάσεις στις οποίες καταλήγει και διάβασα έπειτα το βαρύ βιογραφικό του, μου επιβεβαιώθηκε ακόμη μια φορά γιατί η ελληνική εξωτερική πολιτική επί δεκαετίες τελεί σε σύγχυση, δίχως όραμα και δυναμική στην άσκησή της.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Συμφωνούμε όλοι ότι δίπλα μας έχουμε έναν δύσκολο και δύστροπο γείτονα που δημιουργεί διαρκώς προβλήματα στην περιοχή μας και πέραν αυτής.
Η Τουρκία είναι μία μεγάλη χώρα, με πολλές δυνατότητες - δεν τις αμφισβητεί κανείς - και η γεωγραφική της θέση της προσδίδει γεωπολιτική ισχύ - πλην όμως, αναλώνεται σε μύθους, ευαισθησίες κι ευσεβείς πόθους που εδράζονται στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν το οποίο έχει εξιδανικεύσει στην προσπάθειά της να επιδείξει επιτεύγματα και ιστορικό-πολιτισμικό βάθος που εκ των πραγμάτων δεν διαθέτει. Κι αυτό μπορούμε να το συζητήσουμε.
Το γεγονός ότι θέλει να μπλέκει παντού ή κάνει όσα δεν έκανε ποτέ η ελληνική διπλωματία - τα έχουμε εντοπίσει τα προβλήματα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 - δεν την καθιστά αυτόματα «περιφερειακή δύναμη». Επομένως, καλό θα ήταν να μην της αποδίδουμε μέγεθος που μέχρι στιγμής δεν έχει. Το δε σύνδρομο «αμοιβαίας αυτοπαγίδευσης» που πολύ ορθά σημειώνεται στο άρθρο, ούτε καν δεν την ψηλώνει στο ελάχιστο και δεν διέπει μόνον τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις αλλά τις σχέσεις όλων χωρών. Μικρών ή μεγάλων. Δυνατών ή αδύνατων. Σημαντικών ή όχι και τόσο σημαντικών στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αυτή δεν είναι η λογική των διεθνών σχέσεων;
Προφανώς - αν εν τω μεταξύ δεν συμβεί κάτι το συνταρακτικό - βρισκόμαστε λίγο πριν το τέλος μιας εποχής. Κι εδώ συμφωνούμε. Ωστόσο, είναι μάλλον ουτοπικό να αναμένει κανείς (ραγδαία) μεταβολή των τουρκικών επιδιώξεων σε περίπτωση που η αντιπολίτευση καταφέρει να έρθει στην εξουσία, εφόσον δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαχωριστικές γραμμές· ούτε καν ποιοτικές διαφορές! Κι από ό,τι καταλαβαίνω, Η.Π.Α. και Ε.Ε. - για ό,τι μας αφορά - αντιλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο την αδυναμία της Τουρκίας να εξυπηρετεί αποτελεσματικά και με αξιοπιστία τα συμφέροντά τους. Αντίληψη που τείνει προς παγιοποίηση και οδηγεί στη διερεύνηση εναλλακτικών σεναρίων.
Οι Η.Π.Α. έχουν την δική τους ατζέντα. Η Ε.Ε. κολυμπά σε θολά νερά για την ώρα κι αυτή είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορούμε να την αρνηθούμε ή να την παραβλέπουμε. Κατά την δική μου, ταπεινή άποψη, οι μεγάλες μάχες θα δοθούν εντός ευρωπαϊκού χώρου και ίσως πιο σύντομα απ’ ό,τι αναμένεται. Αν η Ευρώπη δεν αποποιηθεί άμεσα την κλασική γερμανική-προτεσταντική νοοτροπία που ορίζει δυστυχώς το αξιακό της σύστημα, θα βρεθεί σε ακόμη πιο δύσκολη θέση.
Η Ελλάδα δύναται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην διαδικασία αποποίησης αυτής της νοοτροπίας και οι κινήσεις που κάνει σε ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο, έξω από το πλαίσιο που εντάσσονται οι προτάσεις του κ. Ιωακειμίδη, όχι μόνον ενισχύουν την ασφάλεια στην περιοχή μας· ακόμη περισσότερο; Μπορούν να διασφαλίσουν την ειρήνη και την ευημερία και να θωρακίσουν τον ευρωπαϊκό χώρο και στο οικονομικό - ενεργειακό πεδίο.
Υπό την συνθήκη αυτή, η πρώτη πρόταση του κ. Ιωακειμίδη κρίνεται μάλλον άτοπη. Η μόνη χώρα που ζει με φαντασιώσεις και μύθους και επιδίδεται διαρκώς σε μία ρητορική καταγγελτική, με μίσος κι απαξίωση για όποιον βάλει στο στόχαστρό της, είναι μόνον η Τουρκία.
Σε ό,τι αφορά στην δεύτερη πρότασή του, αν είχα την ευκαιρία, θα ρωτούσα τον κ. Ιωακειμίδη άραγε ποιός δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο; Ποιός τείνει πάντα χείρα συνεργασίας και ποιός απαξιώνει διερευνητικές ή άλλες επαφές; Ποιος καταργεί επί της ουσίας κάθε μνημόνιο και κάθε συμφωνία συνεργασίας; Ποιός καταστρατηγεί κάθε έννοια καλής γειτονίας; Ποιά είναι ακριβώς η «ευκαιρία» που διαβλέπει και όλοι εμείς οι υπόλοιποι αδυνατούμε να διακρίνουμε;
Και σε απάντηση της τρίτης του πρότασης: Η Τουρκία δεν «πρέπει να έλθει πλησιέστερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Βρίσκεται ήδη μέσα της και την διαβρώνει με πολιτικές/θρησκευτικές/φοιτητικές/εμπορικές οργανώσεις (νόμιμες ή παράνομες) που δεν σέβονται τους κανόνες, τις αρχές και τις αξίες πάνω στις οποίες στηρίζεται όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Με εκροή κεφαλαίων που - προερχόμενα πολλές φορές από παράνομες κι εγκληματικές δράσεις - χρηματοδοτούν πολιτικές που στρέφονται ενάντια στην κοινωνική ευταξία και συνοχή των κρατών μελών, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ελλάδας μεταξύ άλλων… με συμμαχίες και κινήσεις που σκοπό έχουν να πλήξουν την οικονομική σταθερότητα του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου (βλέπε Ουγγαρία / Λευκορωσία / Ουκρανία). Με την προώθηση και την ενίσχυση του ισλαμισμού - ως πολιτικής, πολιτιστικής και ηθικής νόρμας - μέσω της εργαλειοποίησης των μουσουλμανικών μειονοτήτων / πληθυσμών στην Γερμανία, την Γαλλία και τις χώρες της Βαλκανικής για παράδειγμα, εντείνοντας την ανησυχία, την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια των πολιτών όλων των ευρωπαϊκών χωρών… και με εκβιασμούς αν μη τι άλλο, όπως με το προσφυγικό/μεταναστευτικό.
Αλήθεια, έχει αναρωτηθεί ποτέ ο κ. Ιωακειμίδης πόσες φορές η Ελλάδα και η Κύπρος ακόμη, έχουν υποστηρίξει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας; Πόσες φορές η χώρα μας επέδειξε καλή πίστη και στάθηκε δίπλα στην Τουρκία παρά τις όποιες διαφορές;
Η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιήσει τις δικές της δυνατότητες και να αποδεσμεύσει εαυτόν από το φοβικό της σύνδρομο για την Τουρκία. Η γειτονική μας χώρα δεν είναι μεγάλη περιφερειακή δύναμη και αμφιβάλλω πολύ αν το καταφέρει ποτέ. Θέλει να είναι αλλά δεν είναι! Ας ρωτήσει ο κ Ιωακειμίδης εμάς που έχουμε ζήσει ή ζούμε στην Τουρκία και δεν μαθαίνουμε γι’ αυτήν διαβάζοντας βιβλία και άρθρα κλεισμένοι σε ένα γραφείο στην Αθήνα.
Για ό,τι με αφορά, δεν έχω ούτε τις περγαμηνές, ούτε τους τίτλους του κ. Ιωακειμίδη. Τον ευχαριστώ όμως πολύ διότι, με το άρθρο του αυτό, μου έδωσε την ευκαιρία να εκφράσω και μία άλλη άποψη στην οποία συμπυκνώνονται οι σκέψεις και οι αντιλήψεις όλων εκείνων που δεν είναι επαγγελματίες διπλωμάτες, διεθνολόγοι ή αναλυτές. Πολλές φορές, ο ερασιτεχνισμός προσφέρει μια πιο ξεκούραστη και ξεκάθαρη ματιά…
Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021
Κύπρος: Η προσάρτηση του 1914 και οι χαμένες ευκαιρίες της παραχώρησης στην Ελλάδα
γράφει ο Βαγγέλης Χωραφάς
Στις 5 Νοεμβρίου 1914 η Αγγλία κήρυξε άκυρη τη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης του 1878 με τα Τουρκία και προσάρτησε τη Κύπρο. Θα περνούσαν 45 χρόνια για να τερματιστεί η βρετανική κυριαρχία στο νησί και να ιδρυθεί το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου.
Ωστόσο, η περίοδος προσάρτησης της Κύπρου είναι σημαντική γιατί σε αυτή έγιναν δύο προσφορές από την πλευρά της Αγγλίας, το 1912 και το 1915 για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα οι οποίες δεν τελεσφόρησαν.
Η περίοδος μέχρι το 1912
Μέχρι τι 1912 οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν ασχοληθεί συστηματικά με το κυπριακό ζήτημα. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον αντίκτυπο της ήττας του 1897, τον Μακεδονικό Αγώνα, το ζήτημα της Κρήτης και την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, μεταξύ άλλων. Το 1911-12 ο πρεσβευτής στο Λονδίνο Ιωάννης Γεννάδιος συνέταξε δύο εκθέσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε η ελληνική πολιτική στο Κυπριακό. Αυτή διατυπώνονταν σε δύο άξονες. Πρώτον, το εθνικό κέντρο έπρεπε να χαράξει την κατευθυντήρια γραμμή, δεύτερον η Ένωση θα έπρεπε να διεκδικηθεί σε συνεργασία με τις βρετανικές αρχές.
Είναι η εποχή που η Αθήνα για πρώτη φορά εντάσσει το Κυπριακό στις υπόλοιπες εθνικές της διεκδικήσεις. Και αυτό γίνεται επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος και συζήτησε για πρώτη φορά το ενδεχόμενο παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα.
Η πρόταση παραχώρησης του 1912
Στα μέσα του 1912 οι Βρετανοί στρατιωτικοί αναλυτές συζητούσαν το ενδεχόμενο κατάληψης νησιών του Αιγαίου από την Ιταλία και τις επιπτώσεις που θα προκύπταν για το Βρετανικό Ναυτικό. Θεωρούσαν ότι τα συμφέροντα τους θα μπορούσαν να απειληθούν από τον στόλο της Ιταλίας ή της Αυστροουγγαρίας, αλλά θα αντιμετωπίζονταν από τη ναυτική βάση της Μάλτας, ενώ δεν θα μπορούσε να υπάρχει μόνιμη κατοχή εδάφους ανατολικά της Μάλτας. Παρ΄ όλα αυτά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη διασφάλιση των συμφερόντων τους θα μπορούσε να επιτευχθεί με μια ναυτική συμφωνία με τα Γαλλία.
Τον Ιούλιο 1912 συμφωνήθηκε ότι το Βρετανικό Ναυτικό θα μπορούσε να προστατεύει τα αγγλογαλλικά συμφέροντα στην Ανατολική και το Γαλλικό στην Δυτική Μεσόγειο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η Βρετανία θα χρειάζονταν ένα σύμμαχο στην Ανατολική Μεσόγειο και ο Ουίνστων Τσώρτσιλ που ήταν Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, επέλεξε την Ελλάδα.
Με το Γιβραλτάρ και την Μάλτα υπό βρετανικό έλεγχο, ο Τσώρτσιλ επιδίωκε να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα λιμάνι κοντά στην Αδριατική, από το οποίο σε περίπτωση πολέμου ενάντια στην Τριπλή Συμμαχία θα μπορούσε να εξουδετερώσει τον στόλο της Αυστροουγγαρίας και ένα μέρος του στόλου της Ιταλίας. Στις διερευνητικές επαφές που έγιναν με τον πρόξενο της Ελλάδας στο Λονδίνο Ιωάννη Σταυρίδη, ο Τσώρτσιλ ξεκαθάρισε ότι ενδιαφέρονταν για το λιμάνι του Αργοστολίου. Όχι με προσάρτηση ή μίσθωση, αλλά το δικαίωμα χρήσης του λιμανιού με μυστική συμφωνία. Ως αντάλλαγμα παραχωρούσε την Κύπρο.
Στις 12 Δεκεμβρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος ενημερώθηκε από τον Σταυρίδη για την βρετανική πρόταση. Στις 16 Δεκεμβρίου ο Έλληνας πρωθυπουργός ενημερώθηκε από το Λόιντ Τζορτζ, υπουργό οικονομικών για την βρετανική πρόταση, με την οποία συμφώνησε και για το θέμα του Αργοστολίου και για το θέμα μιας συμμαχίας με την Βρετανία και τη Γαλλία. Στις 17 Δεκεμβρίου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος συναντήθηκε με τους Ουίνστων Τσώρτσιλ και Λόιντ Τζορτζ και συμφώνησαν να προχωρήσουν το θέμα του Αργοστολίου και της Κύπρου. Συμφωνήθηκε επίσης να μην ανακοινωθεί το θέμα της συμμαχίας με την Βρετανία και τη Γαλλία, πριν το Λονδίνο ενημερώσει τους Γάλλους και τους Ρώσους.
Στις 5 Ιανουαρίου 1913 ο Λόιντ Τζορτζ ενημέρωσε τον Βενιζέλο ότι ο Τσώρτσιλ είχε ετοιμάσει την πρόταση για την συμμαχία με την Γαλλία και θα την προωθούσε στην Γαλλία. Όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός ζήτησε να δει την πρόταση, του παρουσιάστηκε ένα memorandum το οποίο συμβούλευε την Ελλάδα να αναπτύξει ένα πιο ευέλικτο ναυτικό, να ακυρώσει την παραγγελία του θωρηκτού που είχε κάνει στην Γερμανία και στη θέση του να αποκτήσει ελαφρύτερα σκάφη. Ο Τσώρτσιλ επίσης αποκάλυψε ότι ο πρωθυπουργός Χέρμπερτ Άσκουιθ και ο υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι θεωρούσαν ότι θα ήταν δύσκολο να αιτιολογηθεί η παραχώρηση της Κύπρου με μυστική συμφωνία, θα έπρεπε να γίνει επίσημα. Τελικά συμφώνησαν να αναβάλουν το θέμα μέχρι το τέλος των διαπραγματεύσεων για την Συνθήκη του Λονδίνου που τερμάτιζε τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Τον Ιανουάριο 1914 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέφθηκε πάλι το Λονδίνο. Στις επαφές του με την βρετανική κυβέρνηση έθεσε το θέμα του Αργοστολίου και της Κύπρου, αλλά του επισημάνθηκε ότι η πολιτική κρίση που είχε προκύψει για το θέμα της Ιρλανδίας, δεν ευνοεί την λήψη οριστικών αποφάσεων. Συμφωνήθηκε να αναβληθεί η συζήτηση του θέματος μέχρι το τέλος Αυγούστου, αλλά στις 28 Ιουλίου ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο Έντουαρντ Γκρέι ο οποίος διαμόρφωνε μια πολύ συντηρητική εξωτερική πολιτική δεν ήθελε να προχωρήσει η υπόθεση του Αργοστολίου και της Κύπρου, γιατί φοβόνταν την αντίδραση της Ιταλίας. Από την πλευρά του, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ απογοητεύθηκε γιατί η Αθήνα δεν ακολούθησε το σχέδιο του για προμήθειες νέων πλοίων που θα έκαναν το ναυτικό πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Στην πορεία προέκυψαν και μεγάλα κόστη υποστήριξης του Αργοστολίου για τις επιχειρήσεις στην Αδριατική, τα οποία ο Τσώρτσιλ δεν είχε υπολογίσει στον αρχικό σχεδιασμό. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια οπισθοχώρηση της βρετανικής κυβέρνησης στο θέμα της Κύπρου.
Στις 5 Νοεμβρίου η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία. Αυτό για την Βρετανία σήμαινε την άρση του κωλύματος της τουρκικής επικυριαρχίας στην Κύπρο. Έτσι η Βρετανία κήρυξε την προσάρτηση της Κύπρου με ημερομηνία 5 Νοεμβρίου 1914, αλλά η διεθνής αναγνώριση αυτής της πράξης θα ολοκληρωθεί με την Συνθήκη της Λωζάνης το 1923.
Η πρόταση παραχώρησης του 1915
Τον Οκτώβριο 1915 τα αυστρογερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα κινήθηκαν επιθετικά κατά της Σερβίας. Αν συνέτριβαν την Σερβία οι Κεντρικές Δυνάμεις θα αποκτούσαν τον πλήρη έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής της Κωνσταντινούπολης και η Νοτιοανατολική Ευρώπη θα έμενε εκτεθειμένη.
Οι βρετανικές προσπάθειες επικεντρώνονται στο να κινητοποιήσουν την Ελλάδα και την Ρουμανία στο πλευρό της Αντάντ. Στις 12 Oκτωβρίου ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι δίνει εντολή στον πρέσβη στην Αθήνα Φράνσις Έλλιοτ να προσπαθήσει να πείσει την κυβέρνηση να μπει στον πόλεμο. Δεν προσφέρεται τίποτα ως αντιστάθμισμα. Την επόμενη ημέρα ο Γκρέι βελτιώνει την προσφορά του εγγυώμενος τα σύνορα της Ελλάδας και υποσχόμενος ότι με τον τερματισμό του πολέμου θα υπάρξουν εδαφικές προσαρτήσεις.
Μέσα στο κλίμα αυτό, ο Ρόμπερτ Σέσιλ, μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών διατυπώνει ένα σχέδιο με βάση το οποίο στην Ελλάδα θα πρέπει να δοθούν η Νότια Θράκη, η Σμύρνη και η Κύπρος, πριν το τέλος του πολέμου. Αν και ο Γκρέι διαφώνησε αρχικά για την Κύπρο, άλλαξε γρήγορα γνώμη.
Στις 16 Οκτωβρίου στέλνεται νέο τηλεγράφημα στον πρέσβη Έλλιοτ στο οποίο αναφέρεται ότι η Βρετανία είναι έτοιμη να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι θα υποστηρίξει στρατιωτικά την Σερβία στην επίθεση που δέχεται και θα συμπαραταχθεί με την Αντάντ. Στο τηλεγράφημα γίνονταν σαφές ότι η Ελλάδα έπερεπε να υποστηρίξει άμεσα και με πλήρη κινητοποίηση των στρατιωτικών της δυνάμεων την Σερβία.
Από το τηλεγράφημα του Γκρέι προκύπτουν δύο ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον, ότι επαναλαμβάνεται η τακτική του δολώματος της Κύπρου του 1912. Δεύτερον, δίνεται στην κυβέρνηση Ζαΐμη ελάχιστος χρόνος για να απαντήσει. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ψυχολογική πίεση που ασκήθηκε στην Αθήνα για να εκδηλωθούν οι προθέσεις της κυβέρνησης.
Στις 19 Οκτωβρίου ο Έλλιοτ πληροφορεί το Λονδίνο ότι το θέμα της Κύπρου πρόκειται να συζητηθεί εκείνη την ημέρα στο Υπουργικό Συμβούλιο, με την συμμετοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Την επόμενη ημέρα ο Ζαΐμης ενημέρωσε τους πρεσβευτές της Βρετανίας και της Ρωσίας ότι με βάση την γνώμη των στρατιωτικών θα ήταν καταστρεπτική η βοήθεια προς την Σερβία και ότι αποφασίστηκε να μην αναληφθεί δράση, αλλά η Ελλάδα να διατηρήσει την καλοπροαίρετη προς την Αντάντ ουδετερότητα της. Το Γενικό Επιτελείο ήταν πεπεισμένο ότι τα συμμαχικά στρατεύματα θα έφθαναν πολύ αργά για να βοηθήσουν την Σερβία. Έγινε σαφές ότι καμιά προσφορά δεν θα άλλαζε τη στάση της Ελλάδας.
Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Σαζόνοφ θεωρούσε ότι οι προσφορές προς την Ελλάδα ήταν υπερβολικές και ότι αυτό μείωνε το πρεστίζ της Αντάντ, η οποία έδινε την εντύπωση ότι παραχωρούσε τα πάντα για να επιτύχει την ελληνική συνεργασία. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί δεν είχαν πρόβλημα με την παραχώρηση της Κύπρου, ενώ οι αντιρρήσεις των Ρώσων είχαν να κάνουν περισσότερο με το ότι η Ελλάδα θα κυριαρχούσε στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η επίσημη ελληνική απάντηση στην βρετανική προσφορά για την Κύπρο, δόθηκε από τον πρέσβη Ιωάννη Γεννάδιο στις 22 Οκτωβρίου στο Λονδίνο. Στις 24 Οκτωβρίου ο Λόρδος Κρου τηλεγραφεί στον πρέσβη Έλλιοτ ότι η προσφορά για την Κύπρο έχει τελειώσει. Και είτε δεν θα ξαναγίνει στο μέλλον, είτε αν γίνει θα είναι κάτω από προϋποθέσεις που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν. Στις 25 Οκτωβρίου μεταβιβάζεται η απόφαση του Λονδίνου στον Ζαΐμη.
Αξιολογώντας την βρετανική πρόταση μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η ευθύνη του Κωνσταντίνου και της κυβέρνησης του είναι προφανής. Η βρετανική κυβέρνηση γνώριζε ότι η πρόταση της δεν είχε πιθανότητες αποδοχής, δεδομένης της σταθερής πολιτικής του Κωνσταντίνου περί ουδετερότητας της Ελλάδας.
Από την πλευρά των Βρετανών είναι περίεργο το γεγονός ότι μόνο λίγοι υπουργοί γνώριζαν την πρόταση και το ότι δεν είχε περάσει από το Υπουργικό Συμβούλιο. Σε μια τέτοια διαδικασία, ο Γκρέι θα είχε αντιμετωπίσει σοβαρές αντιρρήσεις για την παραχώρηση της Κύπρου. Προφανώς, οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή την πρόταση είχαν να κάνουν με την πίεση που αισθάνονταν με τις εξελίξεις στο μέτωπο των Βαλκανίων. Με τα δεδομένα αυτά, η πρόταση παραχώρησης της Κύπρου δεν ήταν πλήρως τεκμηριωμένη, άρα όχι απολύτως γνήσια.
Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι και οι δύο προτάσεις της Βρετανίας του 1912 και του 1915 δεν ήταν αρκούντως σοβαρές. Έγιναν από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ και τον Έντουαρντ Γκρέι για να τους βοηθήσουν στην επίλυση κάποιων προβλημάτων της συγκυρίας που αντιμετώπιζαν, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει την πλήρη στήριξη της βρετανικής πολιτικής ελίτ, που θα χρειάζονταν για μια τέτοια απόφαση. Τις ευθύνες από ελληνικής πλευράς τις έχει καταγράψει η ιστορία