γράφει ο Martin van Creveld
Πίσω στο 1938-39, η Βρετανία —η καρδιά της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που υπήρξε ποτέ— βρέθηκε να δέχεται ταυτόχρονη επίθεση σε τουλάχιστον τρία κύρια θέατρα επιχειρήσεων.
γράφει ο Martin van Creveld
Πίσω στο 1938-39, η Βρετανία —η καρδιά της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που υπήρξε ποτέ— βρέθηκε να δέχεται ταυτόχρονη επίθεση σε τουλάχιστον τρία κύρια θέατρα επιχειρήσεων.
γράφει ο Σταύρος Γεωργίου
Το Κρεμλίνο προέβλεψε την απομόνωση του ρωσικού διαδικτύου από τον υπόλοιπο κόσμο τον περασμένο Μάρτιο, μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Στη διάρκεια του χρόνου πραγματοποιήθηκαν αρκετές ασκήσεις κυβερνοασφάλειας με τη συμμετοχή τραπεζών, τηλεπικοινωνιακών φορέων και μεγάλων εταιρειών διαδικτύου για να δοκιμαστεί η ικανότητα του ρωσικού δικτύου να λειτουργεί αυτόνομα.
Οι ασκήσεις απαντούν στις πιέσεις των μεγάλων δυνάμεων. Ο
αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ντμίτρι Τσερνισένκο ισχυρίζεται ότι ο
αριθμός των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο έχει αυξηθεί κατά 80% φέτος. «Αν πέρυσι ο χρηματοοικονομικός τομέας ήταν ο κύριος στόχος, φέτος είναι ο δημόσιος τομέας που βρίσκεται στο επίκεντρο», δήλωσε ο Τσερνισένκο. Διαβάστε τη συνέχεια εδώ: https://www.geoeurope.org/2022/12/21/pros-rosiki-aposyndesi-sto-diadiktyo/
γράφει ο Παύλος Χριστόπουλος
Στο πλαίσιο του 25ου Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης (SPIEF), υπεγράφη συμφωνία για την ανάπτυξη του διαδρόμου Βορρά-Νότου, ο οποίος θα παρέχει στη Ρωσία σταθερούς διαύλους επικοινωνίας με τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία.
Ο μεταφορικός διάδρομος Βορρά-Νότου θα συνδέει το ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας με την Ινδία. Αυτός ο διάδρομος θα έχει πολλούς κλάδους, επομένως το έργο είναι γεωπολιτικής σημασίας όσον αφορά τη συμπερίληψη του Ιράν, του Αφγανιστάν και του Πακιστάν στις οικονομικές δραστηριότητες.
Τα χρόνια που ακολούθησαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης - και όχι την ήττα, όπως θέλουν να αναφέρονται σε αυτήν οι θιασώτες της λεγόμενης μετά-δημοκρατίας… της θεσμικής αιρεσιμότητας και της οικονομικής - πολιτικής ασυδοσίας δηλαδή, βρήκε το «δυτικό στρατόπεδο» σε κατάσταση σύγχυσης· με τους ηγέτες και τους αξιωματούχους Ευρώπης κι Ηνωμένων Πολιτειών να προβληματίζονται ως προς τον τρόπο διαχείρισης των διεθνών τους σχέσεων και πιο συγκεκριμένα, για ζητήματα όπως η ειρήνη, η ασφάλεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και η πολιτική διακυβέρνηση και η οικονομία.
Ιστορικό πλαίσιο
Ο κόσμος μας άλλαζε με ραγδαίους ρυθμούς και σε ό,τι αφορά στο τελευταίο, στην οικονομία, τα πράγματα έμοιαζαν να είναι πιο εύκολα. Όλοι γνώριζαν και όλοι γνωρίζαμε ποιον δρόμο θα έπρεπε να βαδίσουμε, μέχρι την οικονομική κρίση που ξέσπασε στην Ασία, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, προκαλώντας ένα ισχυρό αν και περιορισμένης έκτασης σοκ, εξαιτίας πολιτικών επιλογών και γεγονότων που δεν είναι αντικείμενο του παρόντος άρθρου.[1]
Ωστόσο και για ό,τι μας αφορά, η ειρήνη, η ασφάλεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι όροι και οι προϋποθέσεις που θα έπρεπε να διέπουν την πολιτική διακυβέρνηση στον ευρωπαϊκό χώρο καθώς, και το εύρος της δύναμης των χωρών της Ευρώπης ήταν ζητούμενα κι αντιστρόφως ανάλογα της αντίληψης που ήθελε τις Η.Π.Α. να ηγεμονεύουν κι επί των εταίρων και συμμάχων τους.
Αναφερόμαστε σε μία εποχή - δεκαετία του ‘90 - όταν στην Ευρώπη εργαζόμασταν εντατικά πάνω στο θέμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Συνθήκη Μάαστριχτ (1992)[2] / Κριτήρια Κοπεγχάγης (1993)[3] & Άμστερνταμ (1997)[4] και σχεδιάζαμε μία νέα αρχιτεκτονική στην κοινή μας ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, παράπλευρα από τις δομές και τους μηχανισμούς του Ν.Α.Τ.Ο. ούτως, ώστε η Ε.Ε. να μπορεί να έχει και να απολαμβάνει αμυντικής αυτονομίας.
Πιθανόν, σε αυτόν τον σχεδιασμό να μας οδήγησε η διάσταση απόψεων ευρωπαίων-αμερικανών που αρχίζει να παρατηρείται στους κόλπους της Συμμαχίας και η γενικότερη ευρωπαϊκή αντίληψη που επεδίωκε τον μετ’ επιτάσεως μετασχηματισμό του Ν.Α.Τ.Ο. για να εξακολουθεί να έχει λόγο ύπαρξης, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την Δ.Ε.Ε.[5] ως έναν μάλλον παρωχημένο θεσμό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έμοιαζε να είναι ικανή και αρκετή από μόνη της για να απαντά στις προκλήσεις εντός της και στην περιφέρειά της, και να επιτυγχάνει ισορροπίες με πολιτικούς, οικονομικούς ακόμη ακόμη και πολιτισμικούς όρους![6]
Οι αμερικανοί - ξεκάθαρα - δεν μπορούσαν να εννοήσουν την αυτονομία που επεδίωκαν οι ευρωπαίοι εταίροι τους, ούτε καν τον κοινωνικό-πολιτισμικό πλουραλισμό τους κι αρχίζουν να τους αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικά ενώ, το ευρωπαϊκό αφήγημα στη βάση του, αμφισβητούσε την ηγεμονία των αμερικανών και προσέβλεπε σε μία εταιρική σχέση μαζί τους ειλικρινή και ισότιμη. Γι’ αυτό άλλωστε και το Ν.Α.Τ.Ο. χρησιμοποιήθηκε ως προθάλαμος για κάποιες από τις υπό ένταξη χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν (σ.σ. και κατά την άποψή μου εξακολουθούν να μην είναι) ώριμες πολιτικά για μία τέτοια σχέση και τότε ενεργοποιήθηκε ο αγγλοαμερικανικός άξονας (και οι γερμανοί εν συνεχεία για δικούς τους λόγους)[7] στην καλλιέργεια της ιδέας περί επαναπροσδιορισμού και μεταβολής του χαρακτήρα της Συμμαχίας, προσδίδοντάς της πολιτικό πρόσημο το οποίο όμως, δεν έπειθε κανέναν ή τουλάχιστον δεν τους έπειθε όλους… Η συνέχεια είναι γνωστή.
Βρέθηκαν οι χρήσιμοι εχθροί και οι απαραίτητες απειλές ούτως, ώστε συμβιβαστούν οι ευρωπαϊκές χώρες και λαοί με τις παρεμβάσεις και την καθοδήγηση του αμερικανικού παράγοντα, δήθεν στην εξυπηρέτηση και των δικών τους γεωπολιτικών συμφερόντων. Με χρονολογική σειρά: Κρίση των Ιμίων, Γιουγκοσλαβία, Σαντάμ Χουσεΐν και Ιράκ, Αφγανιστάν, Αραβική Άνοιξη, ισλαμικός φονταμενταλισμός και τρομοκρατία κ.ο.κ. Κι όμως, όλα αυτά - φαίνεται - δεν ήταν αρκετά!
Στις πεδιάδες της Ουκρανίας η αναβίωση του ψυχρού πολέμου
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μπορούσαν ποτέ να έρθουν σε ανοικτή αντιπαράθεση με τους παραδοσιακούς εταίρους τους σε οποιοδήποτε πεδίο. Ως εκ τούτου, ήταν υποχρεωμένες να βρουν ή να δημιουργήσουν ζητήματα γεωπολιτικής ανωμαλίας, που θα τους επέτρεπαν να παρεμβαίνουν αποφασιστικά στα ευρωπαϊκά πράγματα και να ορίζουν - στο βαθμό που θα μπορούσαν να ορίζουν, τα ευρωπαϊκά συμφέροντα συνολικά ή ανά χώρα. Μέσα από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να μελετούμε τώρα και στο μέλλον και την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στα Βαλκάνια και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το φλέγον ζήτημα της ενεργειακής μας επάρκειας.
Οι αμερικανοί ουδέποτε έπαψαν να ομιλούν περί ψυχρού πολέμου. Η δε Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είχε λόγους να αναμιχθεί πολιτικά και στρατιωτικά στην αντιπαράθεση Ουκρανίας - Ρωσίας[8]. Η πολιτική κρίση που ξέσπασε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2014 και η σύγκρουση με την Ρωσία, προφανώς και οριστικοποίησε τις ιδέες και διαμόρφωσε το περιβάλλον μέσα από το οποίο οι Η.Π.Α. θα εξακολουθούσαν να έχουν λόγο στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί ότι η διακυβέρνηση Ομπάμα τότε, δεν μπορούσε να πείσει καν τους ψηφοφόρους της για την «αναγκαιότητα» παρέμβασης στην Ουκρανία.
Αν ανατρέξουμε στα δημοσιεύματα της εποχής εκείνης και μελετήσουμε τις δηλώσεις και τις απόψεις που εξέφραζαν οι αμερικανοί, ακόμη και την φρασεολογία που χρησιμοποιούσαν, με την ασφάλεια της ιστορικής απόστασης να μας χωρίζει από τότε, μπορούμε κάλλιστα να συμπεράνουμε πως ό,τι συμβαίνει σήμερα είχε μάλλον σχεδιαστεί προ πολλού. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η στοχοποίηση του εχθρού (πρόεδρος Πούτιν), η προετοιμασία του θύματος (ο ουκρανικός λαός και ο ρωσικός λαός) και ένας χρήσιμος ηλίθιος (πρόεδρος Ζελένσκι) ο οποίος, παρεμπιπτόντως, παίζει τον καλύτερο ρόλο της ζωής του και δεν θα είναι δυστυχώς ποτέ υποψήφιος για το χρυσό αγαλματίδιο!
Αίσθησή μου είναι ότι η εισβολή στην Ουκρανία σήμερα, εκβιάστηκε από τις Η.Π.Α. μην επιτρέποντας στην ρωσική ηγεσία άλλη επιλογή - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η δεύτερη είναι άμοιρη ευθυνών. Έτσι όμως, μπορεί να εξηγηθεί η εικόνα που παρουσιάζει η κραταιά Ρωσία με α) τις καθυστερήσεις, τις αποτυχίες στο πεδίο και τις μεγάλες απώλειες σε στρατιωτικό προσωπικό – σύμφωνα πάντα με τους κάθε είδους ειδικούς και … γνώστες που μας διαφωτίζουν καθημερινά από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες, β) η αλαζονική σχεδόν προκλητική στάση που επιδεικνύει η ουκρανική ηγεσία καθώς, και γ) η έκδηλη υποκρισία από πλευράς Ευρωπαϊκών Θεσμών.
Ο οικονομικός πόλεμος θα συνεχιστεί
Οι οικονομικές κυρώσεις που συνεπώς επιβάλλονται στη Ρωσία, δεν έχουν στόχο τη Ρωσία μόνο. Έχουν στόχο και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση! Έχουν στόχο την αποδυνάμωσή της, την φτωχοποίηση των ευρωπαίων και την απόλυτη εξάρτησή τους από τον αμερικανικό παράγοντα. Τούτο μοιάζει επιτακτικό αν αναλογιστεί κανείς την δυναμική που αναπτύσσουν κι άλλοι παγκόσμιοι παίκτες, οι οποίοι μάλιστα έχουν να προτείνουν διαφορετικές προσεγγίσεις για οικονομία και διακυβέρνηση.
Από την κατάρρευση της Σοβιετική Ένωσης μέχρι και σήμερα, ο μεγαλύτερος φόβος των αμερικανών ήταν και είναι το ενδεχόμενο συρρίκνωσης της επιρροής τους.
Φεύγοντας για λίγο μακρυά από την Ευρώπη, στην Αφρική που παραδοσιακά αποτελεί «πεδίο δοκιμών» και πειραματισμών, η Ρωσία διατηρεί στρατιωτική παρουσία, η Κίνα εμπορική και η Γαλλία και οι Η.Π.Α πολιτισμική και πολιτική αντίστοιχα. Η παρουσία τους εκεί δεν είναι μόνον ανταγωνιστική αλλά έχει και «επενδυτικό» κόστος κι ως τέτοιο αναμένεται να παράξει πλούτο. Να πως εξηγείται και το όψιμο ενδιαφέρον της Τουρκίας η οποία, στερούμενη πολιτισμού, οικονομικών μέσων και ικανής στρατιωτικής δύναμης, προσπαθεί να πατήσει πόδι με την θρησκεία και την τρομοκρατία ως επί το πλείστον αλλά, και με κάθε άλλο τρόπο μπορεί. Στο μέλλον, η αφρικανική ήπειρος θα μας απασχολήσει αρκετά. Όχι όμως τώρα.
Οπωσδήποτε, το άρθρο αυτό περιγράφει μια συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη. Δεν είναι η μόνη. Ωστόσο, μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο χρήματος, αίματος κι εξουσίας το ερώτημα περί του δικού μας ρόλου παραμένει επίκαιρο. Ποιός ο δικός μας ρόλος; Πολύ φοβάμαι κανένας απολύτως. Όσο έχουμε πολιτική ηγεσία και δεν αναφέρομαι στην κυβέρνηση της ΝΔ αλλά σε όλα τα κόμματα, που διαχειρίζονται τα συμφέροντα της χώρας μας ως τσιφλικάδες της μετα-οθωμανικής περιόδου, η πατρίδα μας δεν θα μπορέσει να αποκτήσει ποτέ κανένα ειδικό βάρος, ούτε καν με το πλέον «εξαγώγιμο» προϊόν μας τον πολιτισμό. Πόσο μάλλον, με το εμπόριο, την οικονομία, την παιδεία ή ό,τι άλλο. Θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Δεν διακρίναμε την ευκαιρία. Επιλέξαμε τον αυτοευνουχισμό ως την πλέον πολιτικά ορθή στάση, με «πρωτοβουλίες» που δεν μας τιμούν.
[1] Ba, A. D.. "Asian financial crisis." Encyclopedia Britannica.https://www.britannica.com/event/Asian-financial-crisis.
[2] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=LEGISSUM:xy0026
[3] https://eur-lex.europa.eu/summary/glossary/accession_criteria_copenhague.html?locale=el
[4] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:11997D/TXT
[5] https://el.wikipedia.org/wiki/Δυτικοευρωπαϊκή_Ένωση
[6] Volker Rühe, πρώην Υπουργός Άμυνας της Ο.Δ. της Γερμανίας: «Η προσαρμογή της συμμαχίας στις μεγάλες προκλήσεις» (1993)
[7] Manfred Wörner, πρώην Γ.Γ. του Ν.Α.Τ.Ο.: «Περί διαμόρφωσης της έννοιας των διασυνδεόμενων οργανισμών» (1992): «το ΝΑΤΟ είναι θεσμός τον οποίο οι ΗΠΑ και ο Καναδάς θεωρούν ως το μέσο για την συμμετοχή τους στις υποθέσεις της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Ευαισθητοποιεί επίσης τους ευρωπαίους στα προβλήματα και τις προοπτικές των βορειοαμερικανών (…)». Το απόσπασμα που παρατίθεται εδώ είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο αξιολογούν οι βορειοαμερικανοί τους ευρωπαίους εταίρους τους και επιβεβαιώνει την πρόθεση ενεργής εμπλοκής τους στις υποθέσεις των ευρωπαϊκών χωρών.
[8] Manfred Wörner, πρώην Γ.Γ. του Ν.Α.Τ.Ο.: «Οι περιφερειακές συγκρούσεις δεν είναι απλώς η αναπόφευκτη κρίση εφηβείας της νέας Ευρώπης, αλλά μάλλον απλά ατυχήματα στο δρόμο προς ένα λαμπρότερο μέλλον (…)», Δελτίο ΝΑΤΟ, Ιανουάριος 1992
γράφει ο Βαγγέλης Χωραφάς
Το USS LST-821 , που μετονομάστηκε σε USS Harnett County (LST-821/AGP-281) , ήταν ένα πλοίο μεταφοράς αρμάτων μάχης που κατασκευάστηκε για το Ναυτικό των ΗΠΑ κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπηρέτησε το Ναυτικό των ΗΠΑ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Μεταφέρθηκε στο Ναυτικό του Νότιου Βιετνάμ και μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ μεταφέρθηκε στο Ναυτικό των Φιλιππίνων το 1976, το οποίο το ονόμασε BRP Sierra Madre (LT-57).
Το 1999 η κυβέρνηση των Φιλιππίνων προσάραξε το πλοίο στα αβαθή του Second Thomas Shoal, στα νησιά Σπράτλι, προκειμένου να διατηρήσει την διεκδίκηση των Φιλιππίνων στην περιοχή των νησιών, σε αντιπαράθεση με την Κίνα. Στο πλοίο έχει εγκατασταθεί μόνιμα ένα απόσπασμα πεζοναυτών για να παρέχει προστασία στο ίδιο το πλοίο και στην περιοχή.
Από την πλευρά του Πεκίνου, η πιο συνηθισμένη δράση που αναλαμβάνεται είναι η παρεμπόδιση του εφοδιασμού της ομάδας των πεζοναυτών που διαμένει στο πλοίο.
Στις 18 Νοεμβρίου δύο πλοιάρια των Φιλιππίνων, τα Unaiza Mae 1 και Unaiza Mae 3 προσπάθησαν να προσεγγίσουν το πλοίο, αλλά απωθήθηκαν από τρία πλοία της κινεζικής Ακτοφυλακής τα οποία χρησιμοποίησαν κανόνια νερού. Τελικά, στις 23 Νοεμβρίου η αποστολή ολοκληρώθηκε, χωρίς να υπάρξει αντίδραση από την πλευρά της Κίνας.
Τα αιτήματα του Πεκίνου για μετακίνηση του ναυαγίου παραμένουν συστηματικά αναπάντητα από την πλευρά της Μανίλας, η οποία θεωρεί ότι στον βαθμό που η συγκεκριμένη περιοχή βρίσκεται μέσα στην ΑΟΖ των Φιλιππίνων, το ναυάγιο του πλοίου θα παραμείνει στην θέση του.
Παρά την σθεναρή στάση των Φιλιππίνων για την μη μετακίνηση του ναυαγίου, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η κυβέρνηση επιθυμεί μείωση των εντάσεων με την Κίνα. Οι επιθέσεις με κανόνια νερού θεωρούνται εχθρικές πράξεις, αλλά όχι ένοπλες επιθέσεις. Επομένως δεν δίνουν την δυνατότητα ενεργοποίησης των συμφωνιών αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής που έχουν υπογραφεί με τις ΗΠΑ. Παρ΄ όλα αυτά, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έσπευσε να προειδοποιήσει το Πεκίνο ότι η Αμυντική Συμφωνία του 1951 καλύπτει και μη πολεμικά πλοία στη Νότια Κινεζική Θάλασσα.
Προς το παρόν, το Πεκίνο τηρεί στάση αναμονής. Ωστόσο, θίγεται η εικόνα της Κίνας ως υπερδύναμης της περιοχής με ένα πολεμικό ναυτικό που αυξάνει αριθμητικά και ποιοτικά, κάθε χρόνο. Πολλοί θεωρούν ότι η Κίνα, αργά ή γρήγορα, θα προσπαθήσει να επιλύσει το πρόβλημα. Γιατί με το πέρασμα του χρόνου, το ναυάγιο του BRP Sierra Madre μετατρέπεται σε πραγματικό σύμβολο ανάσχεσης της επέκτασης της Κίνας
East Asia contains three of the world’s semi-presidential democracies (as pointed out in the latest APEC Economies Newsletter here) : Taiwan, Mongolia, and East Timor. Each of these countries is an unusual case of democratisation: Taiwan is one of East Asia’s famous ‘tiger’ economies and the world’s only Sinitic democracy, but faces an ongoing crisis of nationhood; Mongolia is one of the few unambiguous cases of a successful transition to democracy and a market economy in the post-Communist world; while East Timor is both Asia’s poorest nation and its newest democracy. Prior to their democratic transitions, each was also under the influence of a large foreign power — be it Russia in relation to Mongolia, Indonesia in East Timor, or China’s claim to sovereignty in relation to Taiwan. This is not a propitious starting point for a transition to democracy; indeed, in different ways, each country seemed to lack some of the essential preconditions for successful democratisation.
Nonetheless, each has succeeded to the extent that successive free elections and peaceful changes of power have now occurred.As part of their transitions to democracy, East Timor, Mongolia and Taiwan each chose semi-presidential constitutions. Semi-presidentialism is an increasingly popular constitutional model which combines a directly elected president with significant powers as well as a prime minister chosen by the legislature. France and Portugal are long-standing examples, along with many new democracies in Eastern Europe and Southern Africa. In Asia, East Timor, Mongolia and Taiwan are all clearly semi-presidential in the sense of having ‘a popularly elected, fixed-term president existing alongside a prime minister and cabinet who are responsible to parliament’.
However, their presidential powers of each differs considerably: Taiwan’s constitution grants extensive powers to the president, while in East Timor the president is largely a symbolic figure whose most important power is as supreme commander of the armed forces — a provision that was to have great importance during the internal conflict in East Timor in 2006. Mongolia sits somewhere between these two in terms of the scope of its presidential powers.
Despite their status as competitive electoral democracies, national politics in each of these countries has been hampered by recurrent problems of gridlocked government, political instability and politically-motivated violence during periods of ‘divided government’ when the president and the majority of the legislature come from different political parties. These pathologies are due, in part, to their semi-presidential constitutional structures, particularly the propensity of such systems to deliver periods of political cohabitation. These ‘split majorities’ have had a pronounced negative impact on political stability and effectiveness, weakening the consolidation of democracy in each of these three cases.
For significant periods of their recent democratic experience, the phenomenon of divided government placed immense pressures on the developing political systems of Mongolia, Taiwan and especially East Timor. One reason for this is that in each case, the initial period of divided government came early in the country’s democratic experience, and many of the political actors had no real sense of how to deal with it. Moreover, divided government brought with it a series of political problems that undermined political institutionalization, turning national politics into a competition between powerful individuals. This led to familiar patterns of political polarization, instability and violence emerging in each country, although a markedly different levels. While the severity of these differed considerably – the crisis in East Timor, for instance, was clearly of a different magnitude from that of Taiwan or Mongolia – the incidence of these problems of political polarisation, instability and violence can be compared to those times when unified governments were in place in each country.
Mongolia had the shortest period of divided government, with cohabitation lasting four years, from June 1996 to July 2000. East Timor’s period of divided government can be assessed as lasting from April 2002, when Xanana Gusmão won the country’s first presidential election with a massive 87 per cent of the popular vote, through to Mari Alkatiri’s resignation and replacement by Jose Ramos Horta as prime minister in July 2006. Taiwan’s experience of divided government was a constant throughout Chen Shui-bian’s presidency, from 2000 to 2008, as his Democratic Progressive Party controlled executive power but the opposition ‘pan-Blue’ coalition, led by the formerly-ruling Kuomintang, maintained a majority in the legislature.
One way of illustrating the problems of political stability in these semi-presidential countries is the World Bank’s Governance Matters database, which includes an aggregate measure of ‘political stability’ for all states drawn from a combination of public and private sources. This ‘political stability’ measure combines indices of politically-motivated internal and external violence in a given country with a separate measure of government durability, that is the government’s ability to carry out its declared programs, and to stay in office. As shown in Figure 1, which compares these indicators for each of the three country cases over the past decade, political stability tends to decline during periods of divided government.
In Mongolia, for example, the stability measures were at their lowest during the 1997–2000 period of cohabitation, but have risen since the resumption of single-party rule, at least until the aftermath of the 2008 parliamentary elections. In Taiwan, too, stability measures were at their highest in the late 1990s but declined with the election of President Chen Shui-bian in 2000 which ushered in Taiwan’s period of divided government, with the lowest levels reached in 2006. In East Timor, stability declined sharply between 2000 and 2002 as the UN administration prepared the country for independence, and have since declined considerably further, with the lowest levels reached in 2006 when the standoff between Prime Minister Alkatiri and President Gusmão came to a head.
These indicators help illustrate a key point: while semi-presidentialism has its benefits, it places unusual strains on new democracies. In particular, periods of divided government can put great stress on the stability of countries which have not yet developed established practices of political coexistence. In addition, the uncertainties of constitutional law in situations of shared power create their own problems: in these three country cases, disagreements over which particular office would exercise which particular constitutional powers was a recurring source of conflict. No constitution can codify all situations which office-holders are likely to face, meaning that even the most thorough constitutional text will inevitably leave some grey areas unspecified. This is a particular problem for semi-presidential constitutions, as it is precisely those grey areas of uncertainty which can provide the basis for ongoing conflict.
source: eastasiaforum.org
Ο βομβαρδισμός της Χιροσίμα από τις ΗΠΑ έλαβε χώρα λίγο πριν τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, στις 6 Αυγούστου 1945 και ήταν η πρώτη πολεμική πυρηνική επίθεση της Ιστορίας. Η βόμβα ήταν τύπου ουρανίου 235, η οποία είχε λάβει το προσωνύμιο "Little Boy" (αγοράκι) στο κέντρο συναρμολόγησης και δοκιμών Αλαμογκόρντο. Τα αποτελέσματα της έκρηξης δεν ήταν γνωστά εκ των προτέρων, μια και τέτοιου τύπου βόμβα δεν είχε δοκιμαστεί, όπως η βόμβα πλουτωνίου, που ακολούθησε.
Υπολογίζεται ότι επιτόπου φονεύθηκαν περίπου 70.000 άτομα, οι περισσότεροι άμαχοι. Πολύ περισσότεροι πέθαναν αργότερα ή έπαθαν σημαντικές βλάβες στην υγεία τους λόγω της ραδιενέργειας.
useful links:
Terms of Reference for The Commission of Truth and Friendship
Commission of Truth and Friendship, Indonesia, Timor Leste
Ανατολικό Τιμόρ: Κοινωνική αναταραχή και αντάρτικο
East Timor case closed after CTF submits final report
update #1, 17/07/08:
Consensus on East Timor report: Soares
Indonesian govt accepts East Timor blame
Apology accepted now it's time to move on, Gusmao
Ο JoseRamosHorta, ο οποίος αναρρώνει στο Darwin της Αυστραλίας έπειτα από την απόπειρα δολοφονίας εις βάρος του τον περασμένο Φεβρουάριο, καταφέρθηκε εναντίον των Ινδονησιακών αξιωματούχων λέγοντας πως απέτυχαν στην υποχρέωσή τους για παροχή ασφάλειας στον λαό του Αν. Τιμόρ πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από το δημοψήφισμα με το ερώτημα της ανεξαρτησίας ή μη από την Ινδονησιακή κατοχή!
Να λοιπόν, που η ηθική δικαίωση από την καταπίεση και τον αυταρχισμό, δεν αποτελεί «προνόμιο», «κλασικών διεθνών προτύπων» που προβάλλονται στερεότυπα και κατ’ επανάληψη από σχεδόν όλα τα ΜΜΕ… αλλά, είναι ανάγκη κάθε λαού που θέλει να σέβεται τον εαυτό του, την ιστορία του και κυρίως, το μέλλον, το οποίο οφείλει να παραδώσει στις επόμενες γενεές.
Διαβάστε επίσης: «ΣΟΚ & ΔΕΟΣ» στο Ανατολικό Τιμόρ
Χρήσιμο υλικό: Ramos-Horta blames Indonesian military for Timor violence