Το γεγονός της αποδοκιμασίας του καθεστώτος Ερντογάν από ένα μεγάλο
ποσοστό των Τούρκων πολιτών, δεν σημαίνει ουδόλως ότι ο τουρκικός λαός
στο σύνολό του απορρίπτει ή τουλάχιστον αμφισβητεί το αφήγημα περί
εθνικής και θρησκευτικής ανα(σ)τάσεως ή το επεκτατικό ιδεώδες που
προβάλλεται ως ιστορικά και ηθικά δίκαιο και νομικά βάσιμο, έστω κι αν
βλάψει στο μέλλον τα συμφέροντα της Τουρκίας αυτή η θεώρηση των
πραγμάτων η οποία, δεν έχει ούτε χρώμα ούτε πρόσημο.
Στην Ελλάδα ─μια και είμαστε υποχρεωμένοι να ασχολούμαστε διαρκώς με
τους γείτονες─ λίγοι γνωρίζουν κι ακόμη λιγότεροι κατανοούν, πώς ακριβώς
είναι δομημένη στο θεωρητικό πεδίο η πολιτική ζωή στη γειτονική μας
χώρα. Και δικαιολογημένα, αφού η σχετική βιβλιογραφία και η αρθρογραφία
είναι πολύ περιορισμένη.
Παρά λοιπόν τις αναγνωρίσιμες κι ολίγον αυθαίρετες ταμπέλες «δεξιά»
(ισλαμιστές, εθνικιστές, συντηρητικοί) και «αριστερά» (κεμαλιστές,
δημοκρατικοί, προοδευτικοί κ.λπ.) που χρησιμοποιούνται κι από εμάς κι
από τους ίδιους τους Τούρκους ανάλογα, η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία
ήταν, είναι και θα είναι και στο μέλλον, ο εθνολαϊκισμός. Σε όποια από
τις έξι διαφορετικές του παραλλαγές. Στην πραγματικότητα, είναι αδόκιμο
να ομιλούμε για Δεξιά κι Αριστερά στην Τουρκία.
Κάποια στιγμή ίσως κριθεί χρήσιμη η μελέτη αυτών των παραλλαγών και η
συγκρουσιακή δυναμική ανάμεσά τους διότι, ναι, υπάρχει κι αυτή· ωστόσο,
για την ώρα, ας έχουμε υπόψη μας ότι σε κάθε «κρίσιμη περίοδο» και
σύμφωνα πάντα με την επικρατούσα αντίληψη, το συντηρητικό κομμάτι της
τουρκικής κοινωνίας μπορεί κι οφείλει να κάνει συμβιβασμούς ενώ το
προοδευτικό της κομμάτι, παρά τις αποστάσεις που θέλει να κρατά κυρίως
από την ισλαμική παράδοση, έχει την υποχρέωση να βρίσκει σημεία τομής
ώστε και τα δύο ιδεολογικά ρεύματα να μπορούν όχι μόνον να συναντώνται
αλλά και να συνεργούν.
Έχει ειπωθεί κατ’ επανάληψη και λανθασμένα ─όπως έχει αποδειχθεί
ιστορικά─ ότι κατά τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80, επιχειρήθηκε η
συστηματική σύζευξη τουρκικού εθνικισμού και Ισλάμ.
Ο ισλαμισμός δεν ήταν ποτέ απών από τα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Πάντοτε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο λειτουργούσε συμπληρωματικά κι
ενίοτε ανατρεπτικά σε κάθε πολιτική και κοινωνική διεργασία. Από την
άλλη, ο εθνολαϊκισμός των κεμαλιστών μέσα από το πέρασμα του χρόνου,
λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής της δύναμης του ισλαμοφασισμού στην
Τουρκία κι εμείς, δεν ήμασταν σε θέση ούτε να το δούμε, ούτε να το
αξιολογήσουμε αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα!
Αν μη τι άλλο, ο πρόεδρος Ερντογάν επέτυχε εκεί που απέτυχαν όλοι οι
προηγούμενοι ισλαμιστές: στην παγιοποίηση μιας εκδοχής του Ισλάμ, της
τουρκικής του εκδοχής, διεισδύοντας σε όλα τα κοινωνικά στρώματα,
επιτυγχάνοντας τη μεταβολή της φυσιογνωμίας της μεσαίας και της ανώτερης
τάξης, των πιο μορφωμένων και των πιο προνομιούχων κοινωνικών ομάδων
δηλαδή, που αντιλαμβάνονται πλέον εκείνο που εμείς ονομάζουμε
νέο-οθωμανισμό (αν και οι ίδιοι δεν αποδέχονται αυτόν τον όρο), ως
δίκαιο και νόμιμο «εθνικό» αγώνα ενάντια σε εκείνες τις «δυνάμεις»
(πολιτικές/θρησκευτικές/οικονομικές κι άλλες) που επιθυμούν μία αδύναμη
και πλήρως ελεγχόμενη Τουρκία. Σε αυτή την αντίληψη η ενωμένη
αντιπολίτευση (sic!) δεν έχει τίποτε να αντιπροτείνει. Και πώς θα
μπορούσε άλλωστε, αφού εκφράζει τα ίδια κι ακόμη περισσότερα…
Για να πω την αλήθεια, είχα μεγάλες προσδοκίες από την αντιπολίτευση,
κυρίως από το ρεπουμπλικανικό κόμμα. Έχοντας κάνει τα τελευταία χρόνια
ατέλειωτες συζητήσεις με φίλους, μέλη και στελέχη του, μου είχε
δημιουργηθεί η εντύπωση ─λανθασμένα προφανώς─, ότι η καλλιέργεια ενός
πιο δημοκρατικού φρονήματος θα αποτελούσε προτεραιότητα και ίσως,
μεγαλύτερη επένδυση για το μέλλον. Όμως, η δημοκρατία, όπως εμείς την
κατανοούμε και εννοούμε, είναι terra incognita για τους Τούρκους. Κι
ό,τι είναι άγνωστο, θεωρείται επικίνδυνο… Έτσι, για την αντιπολίτευση, ο
εθνολαϊκισμός συνιστά τη μόνη ενδεδειγμένη οδό.
Επιπλέον, όσο κι αν θέλουν να κρατούν αποστάσεις, το Ισλάμ δεν
επιτρέπει κανένα απολύτως περιθώριο διάστασης. Ιδίως σήμερα. Τόσο για το
εσωτερικό όσο και για το εξωτερικό. Όπου δηλαδή η γειτονική μας χώρα
έχει απλώσει τα πόδια της.