Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Ποιός φοβάται τον διάλογο;


Οι ποιοτικές διαφορές που χωρίζουν την Τουρκία από την Ελλάδα, είναι πολύ πιο σοβαρές από εκείνες που καλούμαστε και είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε και να επιλύσουμε, στα πλαίσια της συνεννόησης και της αλληλοκατανόησης που οφείλουν δύο γειτονικές χώρες να επιδεικνύουν. Κι αυτό φαίνεται - αν μη τι άλλο - σε κάθε δημοσίευμα που στόχο έχει την διαμόρφωση της κοινής γνώμης.

Για όλο τον πολιτισμένο κόσμο, ο διάλογος είναι εργαλείο επίλυσης διαφορών. Κι ο διάλογος, ο κάθε διάλογος, υπακούει σε κανόνες. Έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και μέσω αυτού, επιδιώκεται ένα πολύ συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Για το ισλαμιστικό καθεστώς της Τουρκίας, ο διάλογος που επιθυμεί κι επιδιώκει έχει έναν και μόνο στόχο: την επιβολή της τουρκικής "ισχύος" και την ανάπτυξη του ισλαμιστικού αφηγήματος με το ζόρι (για να μην πω με τη βία). Όμως, ας αφήσουμε στην άκρη αυτή τη δεύτερη διάσταση γιατί δεν είναι αντικείμενο του παρόντος.

Η χώρα μας, για πολλοστή φορά επιδεικνύει την καλή της πίστη, κι ενώ τα ιστορικά δείγματα γραφής της, δεν επιτρέπουν την οποιαδήποτε αμφισβήτηση των προθέσεων της, οι τούρκοι ισλαμιστές προσπαθούν να βάλουν στο τραπέζι ζητήματα που δεν υφίστανται, για να αποκομίσουν οφέλη που δεν αναλογούν στη χώρα τους και δεν δικαιολογούνται ούτε από το Διεθνές Δίκαιο, ούτε από την γεωγραφική πραγματικότητα ή την κοινή λογική.

Οι Τούρκοι το γνωρίζουν, γι’ αυτό και η πολιτική τους αναπτύσσεται σε δύο μέτωπα. Στο εξωτερικό, με την πίεση που ασκούν είτε με το μεταναστευτικό είτε με την επίδειξη δύναμης εκμεταλλευόμενοι την ανοχή της ευρωπαϊκής και της διεθνούς κοινότητας και στο εσωτερικό, δηλητηριάζοντας την κοινή γνώμη με πλήθος δηλώσεων, άρθρων, σχολίων, δημοσιεύσεων κ.ο.κ. έτσι, ώστε διατηρηθεί η δυναμική που θέλουν να έχει το καθεστώς τους, τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες προγραμματισμένες κοινοβουλευτικές και προεδρικές εκλογές το 2023.

Όμως, η ΕΕ για πρώτη φορά ίσως, δείχνει αποφασισμένη να διασφαλίσει τα συμφέροντά της στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών. Έτσι, ενώ τώρα οι τούρκοι τρέχουν έναν αγώνα δρόμου για να προλάβουν τις εξελίξεις, να αποτρέψουν τον κίνδυνο επιβολής κυρώσεων και να αναδείξουν το "διαλλακτικό" τους χαρακτήρα, επιχειρώντας παράλληλα να πείσουν πως εκείνοι είναι που επιθυμούν τον διάλογο, επικαλούμενοι διαρκώς το Διεθνές Δίκαιο, την κοινή λογική και την δήθεν γεωγραφική "αδικία" που τους υποχρεώνει σε δράση, που υπό άλλες συνθήκες θα προτιμούσαν να αποφύγουν, τα φερέφωνα του καθεστώτος εξακολουθούν να δρουν δίχως να σέβονται απολύτως τίποτε και κανέναν. Το χειρότερο είναι πως κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι τα αποτελέσματα στο μέλλον και ποιο το πραγματικό μέγεθος της ζημιάς που προκαλούν...

Ποιός λοιπόν φοβάται τον διάλογο; Η Ελλάδα ή η Τουρκία; Η ελληνική κυβέρνηση ή το ισλαμιστικό καθεστώς στη γειτονική μας χώρα;  Άραγε, ποιόν πείθουν οι τούρκοι ισλαμιστές; Εμείς δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε από τον διάλογο. Από κανέναν διάλογο! Εμείς δεν απειλήσαμε κανέναν, δεν δημιουργήσαμε κανένα πρόβλημα και καμία ένταση και η επιχειρηματολογία μας είναι ισχυρή. Από την άλλη όμως, τί έχουμε να συζητήσουμε; Όταν κάποιος εισβάλλει μέσα στο σπίτι σου για να σε κλέψει το συζητάς μαζί του; Διαπραγματεύεσαι τί θα πάρει και τί θα αφήσει; 

Οι διεθνείς σχέσεις δεν υπακούν σε χολιγουντιανά σενάρια. Και το διακύβευμα εδώ είναι ζωτικό. Η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να γνωρίζει πως διάλογος με απειλές δεν γίνεται και ούτε μπορεί να επιβάλλει την θέλησή της με την ισχύ των όπλων. Ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Κύπρο. Επίσης, δεν μπορεί να μας επιβάλλει ετσιθελικά τις φαντασιώσεις της περί οθωμανικής αναβίωσης και ισλαμικής κυριαρχίας κι οφείλει να έχει υπόψη της πως δεν υπάρχουν απεριόριστες επιλογές επίλυσης και διευθέτησης.

Ως Έλληνες κι Ευρωπαίοι, οφείλουμε να συνομιλούμε με την Τουρκία κι οφείλουμε να βρούμε τρόπους συνεννόησης και συνεργασίας διότι εμείς, είμαστε πολιτισμένοι κι όχι απολίτιστοι σαν τους ισλαμιστές! Οι τούρκοι είναι εκείνοι που δεν πρέπει να χάσουν την ευκαιρία. Όχι εμείς.

 

 

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Το πλαίσιο ανάπτυξης κι εκδήλωσης του τουρκικού ισλαμοφασισμού:

Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι, ο κρατικισμός κι ο εθνολαϊκισμός του κεμαλισμού από την μία, κι ο θρησκευτικός φανατισμός κι η αδυναμία δόμησης ενός συμπαγούς ταυτοτικού προσδιορισμού από την άλλη, έδωσαν νόημα και περιεχόμενο στο ισλαμοφασιστικό κίνημα που, ως ιδεολόγημα και πολιτική επιλογή, δεν προέκυψε ξαφνικά κι από το πουθενά. Πέρασε από πολλά στάδια και χρειάστηκε χρόνο και χώρο, μέχρι να καταφέρει να διαμορφώσει τα χαρακτηριστικά και την έκφραση που θα του επέτρεπαν να γίνει μία υπολογίσιμη δύναμη. 

Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ου αιώνα, οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί και παραγκωνισμοί, οι κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, ο αυταρχισμός του κεμαλικού κατεστημένου που ακολούθησε και η ισλαμική ουτοπία ιμάμηδων, σεΐχηδων και δερβίσηδων παράλληλα, συνέβαλαν τα μέγιστα σε αυτή την βδελυρή ιδεολογική σύνθεση.  

Η τουρκοϊσλαμική σκέψη άρχισε να σχηματοποιείται σταδιακά ήδη από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οπότε, το Ισλάμ βρέθηκε στο επίκεντρο της ακαδημαϊκής διερεύνησης και του πολιτικού αναστοχασμού, εξαιτίας της αποτυχίας της Μεταρρύθμισης (Tanzimat), τουλάχιστον ως προς την επιθυμητή κοινωνική και πολιτική ισορροπία μεταξύ μουσουλμανικών και μη μουσουλμανικών πληθυσμών - κατά μία άποψη. 

Ως γέννημα της οθωμανικής παρακμής - ακόμη και σήμερα, ειδικότερα σήμερα - χαρακτηρίζεται από την άγνοια ή και την απόρριψη της ιστορικής αλήθειας, ακαμψία, αδυναμία κατανόησης βασικών κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών (μουσουλμανικών) αρχών και παράγει απόψεις και θέσεις, κι οδηγεί σε ερμηνείες και συμπεράσματα που πολλές φορές καταρρίπτουν το ένα το άλλο.  

Η θεμελίωσή της πάνω στον θρησκευτικό-πολιτικό τυχοδιωκτισμό, την αποσπασματική γνώση και την μεροληπτική αξιολόγηση της προφορικής παράδοσης του Ισλάμ (Χαντίθ), στην αυθαίρετη ερμηνεία του Ιερού Νόμου (Κορανίου) και το εθνικιστικό πάθος, που εξακολουθεί να τροφοδοτείται από την ταυτοτική ανασφάλεια και τη διαστρεβλωμένη αντίληψη της Ιστορίας, συνέβαλε εν πολλοίς στην ανάπτυξη του λεγόμενου τουρκισμού. 

Πρωτεύον μέλλημα της τουρκικής διανόησης - κεμαλικής και ισλαμικής - υπήρξε η έρευνα κι ο ιστορικός αναθεωρητισμός σε δεύτερο χρόνο. Αντικείμενο δεν ήταν η πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, ούτε βέβαια ο πλουραλισμός των ιδεών και η πολιτική διαπαιδαγώγηση στα πρότυπα μίας σύγχρονης και προοδευτικής κοινωνίας αλλά, η τεκμηρίωση του τουρκισμού και η μεταβολή της άποψης και της εικόνας που είχε ο υπόλοιπος κόσμος για τους τουρκογενείς.  

Γνώριζαν πολύ καλά τότε, όπως ακριβώς γνωρίζουν και τώρα, ότι δεν είχαν κανένα απολύτως επίτευγμα να επιδείξουν πέρα από βανδαλισμούς, θηριωδίες και φρικαλεότητες. Διακατέχονταν από συμπλέγματα κατωτερότητας κι ενοχικά σύνδρομα, και τους ενοχλούσε απίστευτα και μόνον ο συλλογισμός πως ήταν απόγονοι υπανάπτυκτων ασιατικών φυλών οι οποίες κατέστρεφαν και κατακτούσαν ή κατακτούσαν και κατέστρεφαν...

Σήμερα αντίθετα, καθώς ο σκοπός είναι διαφορετικός και το ζητούμενο είναι η ισλαμική ηγεμονία και η επικαιροποίηση του παντουρκισμού, η τουρκική διανόηση, η πολιτική ηγεσία της χώρας αλλά κι όσοι είναι σε θέση να χειραγωγούν την κοινή γνώμη, πλάθοντας κι αναπλάθοντάς την κατά το δοκούν, δεν έχουν κανένα απολύτως ενδοιασμό και δεν αισθάνονται καμία απολύτως ενοχή!  

Μόλις πριν λίγες ημέρες (26/8/20) ο Πρόεδρος Ερντογάν, κατά τους εορτασμούς της νίκης του Ματζικέρτ, απερίφραστα και με την επιδεικτική αλαζονεία που τον διακρίνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, υποστήριξε πως η καταστροφή κι ο όλεθρος νοούνται ως λύτρωση και δίκαιο! Ως «πεφωτισμένος ηγέτης» μίλησε περί «ιστορικής ηθικής» και «δικαιοσύνης» και χαρακτήρισε τον τουρκικό πολιτισμό ως πολιτισμό κατάκτησης... Λίγους μήνες νωρίτερα, δήλωνε με εμφατικότητα πως ο τουρκικός λαός δεν έχει διαπράξει ποτέ σφαγές αμάχων στην ιστορία του διότι «δεν είναι στη φύση του», καταφερόμενος εναντίον όσων κατηγορούν τη χώρα του πως χτυπά αμάχους στη Συρία. 

Τόσο ο ίδιος όσο και τα στελέχη της κυβέρνησης και του κόμματός του, δεν χάνουν ευκαιρία να επαναδιατυπώνουν το ισλαμιστικό αφήγημα περί σφαγών κι εξόντωσης μουσουλμανικών πληθυσμών από την Κύπρο μέχρι την Βοσνία κι από την Αρμενία μέχρι τη Βιρμανία, στοχοποιώντας χώρες, πολιτισμούς και λαούς αδιακρίτως, παρουσιάζοντας τον ισλαμισμό ως διωκόμενο παρά ως διώκτη.

Την ίδια ώρα, βεβηλώνουν μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς κι επιτίθενται με μένος σε όσους τολμούν να διαμαρτυρηθούν, κατηγορώντας τους ως «φασίστες», «εχθρούς της Τουρκίας», «εχθρούς του Ισλάμ» ή τρομοκράτες. Παράλληλα, με ιδιαίτερη θρασύτητα θέλουν κι ονομάζουν κάθε μουσουλμανική μειονότητα τουρκική και ξοδεύουν τεράστια ποσά στην εξαγορά συνειδήσεων και τον εξαναγκασμό. Όπως για παράδειγμα στη Θράκη.

O Πρόεδρος Ερντογάν φαίνεται να αγνοεί πως, κατάκτηση χωρίς σφαγές και λεηλασίες δεν υφίσταται. Επομένως, αν επιμένει στα περί «κατακτητικού πολιτισμού», θα πρέπει να παραδεχθεί άνευ αντιρρήσεως κι επιφυλάξεως πως ο τουρκικός πολιτισμός είναι βάρβαρος και πως η πορεία «προς μια μεγάλη τουρκική ιδέα» σημαίνει την δια της βίας επιβολή του τουρκισμού εκεί όπου δεν είναι αποδεκτός!

Ποιά είναι όμως αυτή η «μεγάλη τουρκική ιδέα»; Από μια αποφθεγματική φράση του σωρού, σαν κι εκείνες που κυκλοφορούν ευρέως στην γειτονική μας χώρα, μαθαίνουμε πως «Οι Τούρκοι έχουν μία αποστολή. Αυτή η αποστολή θα έρθει εις πέρας όταν όλος ο κόσμος γεμίσει ομορφιά» (sic). Αν αναλογιστεί κανείς όλα όσα συνέβησαν στο πέρασμα του χρόνου, από την γενοκτονία των Ασσύριων, των Αρμενίων και των Ελλήνων, μέχρι την πολιτισμική εξόντωση κάθε μη τουρκογενούς και μη σουνιτικού στοιχείου, εύκολα μπορεί να εννοηθεί η σημασία της λέξης «ομορφιά»...

Όπως κατά το παρελθόν, έτσι και σήμερα, η υπόδειξη ενός κοινά αποδεκτού ιστορικού και πολιτισμικού σημείου αναφοράς (βλέπε «γαλάζια πατρίδα» «χαλιφάτο» κ.λπ.), μέσα από το πρίσμα μιας δήθεν νέας εθνικής (και ισλαμικής) αφύπνισης θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην σύγκρουση. Κι ο ελληνισμός αποτελεί το πρώτο και το κύριο ανάχωμα απέναντι στον τουρκικό μαξιμαλισμό και τον ισλαμιστικό κίνδυνο. Οι τούρκοι έχουν εργαστεί επί μακρόν και με μεθοδικότητα για αυτή τη προοπτική, κι έχουν καταφέρει να εξουδετερώσουν πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο κι η Ολλανδία αλλά και χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου, αλλοιώνοντας τη πληθυσμιακή τους σύνθεση ή επενδύοντας αφειδώς κεφάλαια καθιστώντας τα τουρκικά συμφέροντα μοχλό πίεσης κι εκβιασμού. Οτιδήποτε, όπου και όπως μπορούσαν... 

Δυστυχώς, ο ελληνισμός θα είναι εκείνος που θα κληθεί σύντομα - όπως όλα δείχνουν - να προστατεύσει τον δυτικό πολιτισμό και τον δυτικό τρόπο ζωής κι οφείλει να προειδοποιήσει και να πείσει τους λαούς της Ευρώπης πως πραγματικά κινδυνεύουν, για να αποφευχθεί έγκαιρα η τυραννία του (τουρκικού) Ισλάμ και για να εξαλειφθεί ή τουλάχιστον να περιοριστεί κάθε κίνδυνος μακρυά από τον δικό μας ζωτικό χώρο.

Διαβάστε περισσότερα εδώ:  https://www.academia.edu/44048892/Ο_ισλαμοφασισμός_και_το_ζήτημα_της_ταυτοτικής_ανεπάρκειας_στην_Τουρκία


Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Η Ρωσική αντίληψη περί Ορθοδοξίας

Η δήλωση Πεσκόφ, αναφορικά με την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, εξόργισε πολλούς από εμάς αν και δεν θα έπρεπε. Η έκπληξη κι η απογοήτευση που δοκίμασαν, οφείλεται κυρίως στην ιστορική άγνοια. Η θέση της Ρωσίας, για όσους γνωρίζουν, αντικατοπτρίζει και την Ρωσική αντίληψη περί Ορθοδοξίας αλλά και την προβληματική σχέση ανάμεσα στον Οικουμενικό Θρόνο και το Πατριαρχείο Μόσχας. Με ευθύνη της Μόσχας, αυτή η προβληματική σχέση έχει εξελιχθεί σε σφοδρή διαμάχη ελέγχου κι εξουσίας κατά τόπους κι αναπτύσσεται σε πολλά επίπεδα με αποτέλεσμα να πλήττεται η Ορθοδοξία κι ο Χριστιανισμός σε ανυπολόγιστο βαθμό.

Η Ρωσική ανοησία, όπως σε άλλη περίπτωση ο Γερμανικός παραλογισμός, δεν αποδέχεται τους Ρωμιούς, τους Έλληνες, ως τους αποκλειστικούς κληρονόμους του Βυζαντίου. “Η Κωνσταντινούπολη μας ανήκει...”, γραφεί ο καλός μας Ντοστογιέφσκι στο “ημερολόγιο ενός συγγραφέα”, και “είναι αδύνατον να θεωρούνται οι Ρωμιοί ως οι αποκλειστικοί κληρονόμοι του Βυζαντίου: θα τους έπεφτε πάρα πολύ, αν τους επιτρέπαμε να κληρονομήσουν ένα τόσο σπουδαίο σημείο της Υδρογείου...”. Γράφει κι άλλα ωραία περί κυριαρχίας.... Αν κανείς επιχειρήσει να περιηγηθεί μέσα στον χώρο και τον χρόνο της Χριστιανοσύνης θα διαπιστώσει πως διαφορετικά για τους Έλληνες και διαφορετικά για το ...“ξανθό γένος” γίνεται αντιληπτή η ουσία των πραγμάτων. Αν η πτώση της Κωνσταντινούπολης σήμανε και εξακολουθεί να σημαίνει για εμάς, το τραγικό τέλος, για τους όμοθρησκούς μας Ρώσους, αποτέλεσε την απαρχή του δικού τους θριάμβου! Η Ρωσία ήταν το νέο, το φρέσκο και το αψεγάδιαστο. Το Βυζάντιο αντιπροσώπευε κάθε τι αναχρονιστικό και σκοτεινό... 

Το ιστορικό αυτό γεγονός, προσέλαβε στην αντίληψη των Ρώσων υπερφυσικές διαστάσεις κι ως εκ τούτου, η πολιτική θεολογία που αναπτύχθηκε με τον καιρό, ετέθη ως η αιχμή του δόρατος της Ρωσικής θέλησης, επιδίωξης κι επιβολής και απέναντι στους λαούς που επηρέαζαν έμμεσα ή άμεσα πολύ περισσότερο δε και προς εμάς.

Η θρησκεία έγινε για τους Ρώσους, μέσα από το πρίσμα της πολιτικής σκοπιμότητας, το μέσο πολιτικής κυριαρχίας και πνευματικής διευθέτησης στα πρότυπα της Δύσης, προσαρμοσμένη βέβαια στην νοοτροπία και τον πολιτισμό της Ανατολής. Οφείλουμε εδώ να σημειώσουμε πως μεγάλη ευθύνη είχαν και πολλοί δικοί μας ιερωμένοι, λόγιοι, διανοούμενοι, έμποροι, οι οποίοι είτε συνειδητά είτε άθελά τους μετέφεραν στον ελληνικό χώρο και την ελληνική πνευματική σφαίρα αυτού του είδους την στόχευση που, ακόμη και σήμερα παραμένει ζωντανή στην συνείδηση πολλών από εμάς, πάλι με ευθύνη ανθρώπων που επιμένουν να βλέπουν στους Ρώσους με “αδελφοσύνη” κι αγαθές προθέσεις...

Αναλογιστείτε μόνον πόσες “προφητείες” κυκλοφορούν κι επανακυκλοφορούν σε νέες εμπλουτισμένες εκδόσεις, πόσοι ομιλούν περί “ξανθού γένους” και απελευθέρωσης της Πόλης από την “σκλαβιά” και για τον τελικό “θρίαμβο” της Ορθοδοξίας έναντι των “αιρετικών” παρά το γεγονός πως ουδέποτε οι Ρώσοι είχαν αποδείξει την ορθοδοξία τους ή τα φίλια κι ειλικρινή αισθήματά τους λόγω - έστω - κοινών θρησκευτικών πεποιθήσεων και απέναντι σε εμάς αλλά και απέναντι προς όλους τους ομόδοξους λαούς. Για να προλάβω την οποιαδήποτε παρερμηνεία: Δεν ομιλούμε για τον Ρωσικό λαό. Μιλούμε για το πολιτικό και εκκλησιαστικό σύστημα εξουσίας!

Η ιδεολογία της "Τρίτης Pώμης" θα αναπτυχθεί ήδη από την πτώση της Πόλης και θα προβάλλει την πεποίθηση ότι το κράτος της Μόσχας είναι το τρίτο κατά σειρά ευλογημένο χριστιανικό βασίλειο επί της γης. Αυτό πιστεύουν οι Ρώσοι ακόμη και σήμερα. Έτσι σκέπτονται, έτσι συμπεριφέρονται κι έτσι δρουν. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως η τελευταία ανάσα του Βυζαντίου με τον χαρακτήρα του και τον πολιτισμό του, αποτελεί “αγκάθι” στον “ροδόκηπο” που με τόσο “αγώνα” και φροντίδα καλλιέργησαν όλους αυτούς τους αιώνες στον μακρινό και παγωμένο βορρά.

Και το μένος τους, γίνεται ακόμη μεγαλύτερο καθώς, και σύμφωνα πάντα με την δική τους σκέψη, η “Νέα Ρώμη” δεν καταλύθηκε από αλλόθρησκους βάρβαρους, δεν ήταν δηλαδή έναν αναπόφευκτο ιστορικό γεγονός όπως τόσα άλλα, αλλά, υπέστη την Θεία τιμωρία επειδή παρέκκλινε της ορθής πίστης!

Πιστεύουν δηλαδή, ότι η Ορθοδοξία - ως αυθεντική έκφραση της Χριστιανοσύνης - αποτελεί δικαιωματικά κεκτημένο τους και κανείς Έλληνας δεν μπορεί να ισχυρίζεται το αντίθετο! Γι’ αυτό και σε κάθε ευκαιρία, η ρητορική τους απέναντι στο πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Πατριαρχείου είναι τόσο σκληρή... σχεδόν χυδαία! Δεν θα αναφερθώ καν στα όσα κάνει η Εκκλησία της Ρωσίας στην Αμερική ή την Αφρική και την Ασία ανταγωνιζόμενη το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Θα κλείσω, σημειώνοντας μόνο πως στην πραγματικότητα οι Ρώσοι διατηρούν μια δική τους διαφορετική προσέγγιση της ίδιας της έννοιας της Ορθοδοξίας που απέχει κατά πολύ απ’ ό,τι οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι πιστεύουμε και αισθανόμαστε.