Δύο είναι, κατά την άποψή μου, οι φράσεις-κλειδιά που αποκαλύπτουν τη ποιοτική στάθμη της πολύ καλά σκηνοθετημένης πολιτικής επιθεώρησης που παρακολουθήσαμε από τους δέκτες μας. Η φράση του Νίκου Δένδια περί πλήρους επίγνωσης των διαφορετικών και σε αρκετά σοβαρά θέματα των διαμετρικά αντίθετων θέσεων που πρεσβεύουν Ελλάδα και Τουρκία, και η φράση του Μεβλούτ Τσαβούσογλου περί συνέχισης των διμερών μας σχέσεων χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς όρους.
Το ερώτημα που αναπόφευκτα προκύπτει είναι, τι ακριβώς ωφελήθηκε η χώρα μας από αυτή τη συνάντηση;
Οι απαντήσεις πολλές και ποικίλουν ανάλογα με τον τρόπο που βλέπει κι αντιλαμβάνεται κανείς τα πράγματα. Όμως – θεωρώ, οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας ορισμένα πολύ σημαντικά δεδομένα για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Πρώτον, κατά την «ιδιωτική» επίσκεψη στη Θράκη του Τούρκου Υπουργού των Εξωτερικών, επιχειρήθηκε για ακόμη μία φορά η εργαλειοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας αν και μάλλον αποτυχημένα καθώς, οι τούρκοι αδυνατούν να βρουν ικανά ερείσματα σε μία περιοχή και σε έναν πληθυσμό που χαρακτηρίζεται από ισχυρή εθνική συνείδηση αδιάφορα από το θρήσκευμα, τις γαλιφιές, τις απειλές ή τις παροχές που αφειδώς υπόσχονται και δίνουν σε όσους επιλέγουν τα κρεμμύδια και τις πατάτες για ορεκτικό, κυρίως πιάτο κι επιδόρπιο. Εν τούτοις, το πρόβλημα είναι υπαρκτό κι οφείλουμε να προστατεύουμε με κάθε τρόπο τους μουσουλμάνους συμπατριώτες μας από κινήσεις που προσβάλλουν την ζωή τους, τα όνειρα και τις προσδοκίες τους.
Δεύτερον, θα πρέπει να μην
λησμονούμε ποτέ τι έχει προηγηθεί. Τι έχει λεχθεί και τι έχει συμβεί.
Και τρίτον, κι ίσως τούτο να είναι το πιο εξοργιστικό, την ώρα που ο Νίκος Δένδιας ανέμενε να υποδεχθεί με χαρές και φιλιά τον «φίλο» του Μεβλούτ, οι τουρκικές αρχές κρατούσαν αναιτιολόγητα και παράνομα Ελληνίδα συγγραφέα στα κρατητήρια του αεροδρομίου της Κωνσταντινούπολης.
Η Άγκυρα επιδιώκει να αποκαταστήσει την εικόνα της σοβατίζοντας, τακτοποιώντας και ξεσκονίζοντας όπου κι όπως μπορεί. Πολύ φοβάμαι πως αυτή τη φορά της δώσαμε μία χείρα βοηθείας που θα την χρησιμοποιήσει εναντίον μας μόλις βρει την κατάλληλη ευκαιρία. Όσο κι αν θέλει να δείξει ένα καλό πρόσωπο, είναι εκείνη η οποία υπονομεύει και τις σχέσεις μας αλλά και τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή μας.
Οπωσδήποτε, η διαφορά στον πολιτικό μας πολιτισμό είναι αδιαμφισβήτητη αλλά, η στάση μας θα πρέπει να έχει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και να μην μεταβάλλεται κατά περίπτωση. Η διπλωματική αβρότητα βεβαίως κι επιβάλλεται μέχρι ενός σημείου όμως! Από εκεί κι έπειτα αποδομεί από μόνη της τους όρους και τις προϋποθέσεις καλής γειτονίας. Υπό αυτή τη συνθήκη, ειλικρινής διάλογος κι ομαλοποίηση δεν μπορεί να υπάρξει.
Η όποια – καλοδεχούμενη – συμφωνία στον οικονομικό κι εμπορικό τομέα είναι απλά άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Μένει βέβαια να δούμε και το αποτύπωμα που θα αφήσει η ενίσχυση αυτής της συνεννόησης-συνεργασίας.
Η δε επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν σε λίγες ημέρες στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, ενδεχομένως να είναι μία θετική εξέλιξη. Το σίγουρο είναι πως η Τουρκία αγόρασε από εμάς χρόνο και δικαιολογίες πάμφθηνα.
Η γειτονική μας χώρα εξακολουθεί να έχει τις ίδιες διαθέσεις κι αξιώσεις κι αν η ελληνική πλευρά δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένη και δεν βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση, ενδεχομένως να υποχρεωθεί, σύντομα ή λίγο αργότερα, σε πολιτικούς συμβιβασμούς που θα επιτρέψουν στην Τουρκία μεγαλύτερη ευελιξία εις βάρος του ελληνισμού.
Για να απαντήσουμε λοιπόν και στο αρχικό ερώτημα, η συνάντηση των δύο Υπουργών των Εξωτερικών δεν είχε για εμάς κανένα ουσιαστικό και πρακτικό αποτέλεσμα.