Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διερευνητικές επαφές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διερευνητικές επαφές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Κριτική επί των χθεσινών κοινών δηλώσεων Δένδια-Τσαβούσογλου

 

Δύο είναι, κατά την άποψή μου, οι φράσεις-κλειδιά που αποκαλύπτουν τη ποιοτική στάθμη της πολύ καλά σκηνοθετημένης πολιτικής επιθεώρησης που παρακολουθήσαμε από τους δέκτες μας. Η φράση του Νίκου Δένδια περί πλήρους επίγνωσης των διαφορετικών και σε αρκετά σοβαρά θέματα των διαμετρικά αντίθετων θέσεων που πρεσβεύουν Ελλάδα και Τουρκία, και η φράση του Μεβλούτ Τσαβούσογλου περί συνέχισης των διμερών μας σχέσεων χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς όρους.

Το ερώτημα που αναπόφευκτα προκύπτει είναι, τι ακριβώς ωφελήθηκε η χώρα μας από αυτή τη συνάντηση;

Οι απαντήσεις πολλές και ποικίλουν ανάλογα με τον τρόπο που βλέπει κι αντιλαμβάνεται κανείς τα πράγματα. Όμως – θεωρώ, οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας ορισμένα πολύ σημαντικά δεδομένα για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

Πρώτον, κατά την «ιδιωτική» επίσκεψη στη Θράκη του Τούρκου Υπουργού των Εξωτερικών, επιχειρήθηκε για ακόμη μία φορά η εργαλειοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας αν και μάλλον αποτυχημένα καθώς, οι τούρκοι αδυνατούν να βρουν ικανά ερείσματα σε μία περιοχή και σε έναν πληθυσμό που χαρακτηρίζεται από ισχυρή εθνική συνείδηση αδιάφορα από το θρήσκευμα, τις γαλιφιές, τις απειλές ή τις παροχές που αφειδώς υπόσχονται και δίνουν σε όσους επιλέγουν τα κρεμμύδια και τις πατάτες για ορεκτικό, κυρίως πιάτο κι επιδόρπιο. Εν τούτοις, το πρόβλημα είναι υπαρκτό κι οφείλουμε να προστατεύουμε με κάθε τρόπο τους μουσουλμάνους συμπατριώτες μας από κινήσεις που προσβάλλουν την ζωή τους, τα όνειρα και τις προσδοκίες τους.  

Δεύτερον, θα πρέπει να μην λησμονούμε ποτέ τι έχει προηγηθεί. Τι έχει λεχθεί και τι έχει συμβεί.

Και τρίτον, κι ίσως τούτο να είναι το πιο εξοργιστικό, την ώρα που ο Νίκος Δένδιας ανέμενε να υποδεχθεί με χαρές και φιλιά τον «φίλο» του Μεβλούτ, οι τουρκικές αρχές κρατούσαν αναιτιολόγητα και παράνομα Ελληνίδα συγγραφέα στα κρατητήρια του αεροδρομίου της Κωνσταντινούπολης.  

Η Άγκυρα επιδιώκει να αποκαταστήσει την εικόνα της σοβατίζοντας, τακτοποιώντας και ξεσκονίζοντας όπου κι όπως μπορεί. Πολύ φοβάμαι πως αυτή τη φορά της δώσαμε μία χείρα βοηθείας που θα την χρησιμοποιήσει εναντίον μας μόλις βρει την κατάλληλη ευκαιρία. Όσο κι αν θέλει να δείξει ένα καλό πρόσωπο, είναι εκείνη η οποία υπονομεύει και τις σχέσεις μας αλλά και τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή μας.

Οπωσδήποτε, η διαφορά στον πολιτικό μας πολιτισμό είναι αδιαμφισβήτητη αλλά, η στάση μας θα πρέπει να έχει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και να μην μεταβάλλεται κατά περίπτωση. Η διπλωματική αβρότητα βεβαίως κι επιβάλλεται μέχρι ενός σημείου όμως! Από εκεί κι έπειτα αποδομεί από μόνη της τους όρους και τις προϋποθέσεις καλής γειτονίας. Υπό αυτή τη συνθήκη, ειλικρινής διάλογος κι ομαλοποίηση δεν μπορεί να υπάρξει.

Η όποια – καλοδεχούμενη – συμφωνία στον οικονομικό κι εμπορικό τομέα είναι απλά άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Μένει βέβαια να δούμε και το αποτύπωμα που θα αφήσει η ενίσχυση αυτής της συνεννόησης-συνεργασίας.

Η δε επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν σε λίγες ημέρες στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, ενδεχομένως να είναι μία θετική εξέλιξη. Το σίγουρο είναι πως η Τουρκία αγόρασε από εμάς χρόνο και δικαιολογίες πάμφθηνα.

Η γειτονική μας χώρα εξακολουθεί να έχει τις ίδιες διαθέσεις κι αξιώσεις κι αν η ελληνική πλευρά δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένη και δεν βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση, ενδεχομένως να υποχρεωθεί, σύντομα ή λίγο αργότερα, σε πολιτικούς συμβιβασμούς που θα επιτρέψουν στην Τουρκία μεγαλύτερη ευελιξία εις βάρος του ελληνισμού.

Για να απαντήσουμε λοιπόν και στο αρχικό ερώτημα, η συνάντηση των δύο Υπουργών των Εξωτερικών δεν είχε για εμάς κανένα ουσιαστικό και πρακτικό αποτέλεσμα.   

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

Σύμβολα και συμβολισμοί των διερευνητικών επαφών


Τίποτε δεν είναι τυχαίο και όλα ερμηνεύονται κατά το πνεύμα τους. Οι συμβολισμοί και η σημειολογία στη προκειμένη περίπτωση είναι, αν μη τι άλλο, ενδεικτική του τρόπου που αντιλαμβάνεται η ισλαμοφασιστική Τουρκία την ανάπτυξη των διεθνών της σχέσεων και την άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής.

Ο τόπος συνάντησης των δύο αντιπροσωπειών σε χώρο - ορισμό του κιτς, όπως έχει χαρακτηρισθεί το ανάκτορο του Ντολμά Μπαχτσέ, από ανθρώπους που γνωρίζουν περί αρχιτεκτονικής και διακόσμησης λόγω της ανάμιξης πολλών και διαφορετικών τεχνοτροπιών που δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε αυθεντικότητα κι ούτε αγγίζει κατ’ ελάχιστο στην ευρωπαϊκή αντίληψη περί πλούτου και πολυτέλειας (εγώ πάντως το βρίσκω όμορφο κι επιβλητικό), έχει να κάνει περισσότερο με την εμμονή περί πολιτισμικής εξίσωσης παρά με την διπλωματική ευγένεια και τον σεβασμό που οφείλουμε όλοι να επιδεικνύουμε στους φιλοξενούμενούς μας, ακόμη και σε εκείνους με τους οποίους έχουμε διαφορές.

Στο εσωτερικό τώρα, ας δούμε με περισσότερη προσοχή την εικόνα. Δεν βλέπουμε μόνο τις αντιπροσωπείες δύο χωρών που βρίσκονται στο ίδιο τραπέζι. Στον ειδικά, για την περίσταση, διαμορφωμένο χώρο δεσπόζει στο φόντο η Κωνσταντινούπολη - ασφαλώς - αλλά και η μορφή του μυθικού πτηνού σίμουργκ, το οποίο συναντάται - με παραλλαγές - στους μύθους όλων σχεδόν των λαών της Ανατολής με τον συμβολισμό του να εξυπηρετεί την ισλαμική εσωτερική παράδοση περί εξαγνισμού... αστοχίας κι αναζήτησης... μέχρι την επανάκτηση/κατάκτηση του κόσμου που έχει διασπαρεί μακρυά και πέρα της γενεσιουργού του μήτρας.

Στη πραγματικότητα, δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή εικαστική παρέμβαση αλλά για ένα μήνυμα το οποίο είναι ξεκάθαρο και σαφές σε όσους μπορούν και αναγνωρίζουν την έννοια των συμβόλων.

Επίσης, έχουμε και τη «ξαφνική» συμμετοχή του Ιμπραήμ Καλίν, εκπροσώπου της Προεδρίας μεν, ακολούθου συγκεκριμένου ισλαμιστικού τάγματος δε, που ευθύνεται για εγκληματικές ενέργειες εις βάρος ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, του πνεύματος και του πολιτισμού, με χώρο δράσης - κυρίως - την Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Έστω κι αν ο ίδιος είναι διανοούμενος και ακαδημαϊκός με δημόσια γραφή.

Έχουμε λοιπόν δύο «σύμβολα» του ταγματικού ισλαμισμού σε μια πολιτική κουβέντα. Μάλλον κάποιος δουλεύει κάποιον και στ’ αλήθεια αναρωτιέμαι περί ποιάς «αναβάθμισης» ομιλούν τα ΜΜΕ και σε ποιά ικανοποίηση αναφέρονται; Γιατί ακόμη και τώρα δεν αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με την σοβαρότητα που τους πρέπει αλλά και με το ύφος και το είδος της προσέγγισης που δοκιμάζουν οι συνομιλητές μας;

Καλά κάνουμε και διερευνούμε προθέσεις αλλά χωριό που φαίνεται...

 

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Λίγο πριν την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών

Χωρίς καμία αμφιβολία, το βλέμμα όλων των Ευρωπαίων είναι στραμμένο στην Ελλάδα και την Τουρκία με την ευκαιρία της επανέναρξης των διερευνητικών επαφών αύριο στην Κωνσταντινούπολη. Σε προηγούμενο άρθρο μου, αναφέρθηκα σε αυτές και η συμμετοχή μας, αν μη τι άλλο, δείχνει την πρόθεσή μας και την καλή πίστη με την οποία θα προσέλθουμε σε αυτή τη διαδικασία.

Στην πραγματικότητα, γνωρίζουμε εκ προοιμίου και τον τρόπο με τον οποίο θα συμπεριφερθεί η τουρκική αντιπροσωπεία και τις επιδιώξεις του ισλαμοφασιστικού καθεστώτος της χώρας της. Ας μην έχουμε καμία αμφιβολία. Ακόμη κι αν οι λεγόμενοι κεμαλιστές βρίσκονταν εκείνοι στην εξουσία δεν θα διακρίναμε κάποια ποιοτική διαφορά. Η Τουρκία, παραμένει συνεπής στον δρόμο που χάραξε από την εποχή που “ένιωσε” … υπερδύναμη (sic). Έναν δρόμο αυθαιρεσίας, επιβολής και κυριαρχίας, μην αναγνωρίζοντας σε καμία χώρα και σε κανέναν λαό της περιοχής μας δικαιώματα.

Αντικρίζοντας τα πράγματα από αυτή τη σκοπιά, έχει δίκιο ο πρώην Πρωθυπουργός Α. Σαμαράς όταν σημειώνει απόλυτα και ξεκάθαρα πως “δεν υπάρχει αντικείμενο διαλόγου με κράτη «πειρατές»”. Κι έχει επίσης δίκιο όταν επισημαίνει πως οι διερευνητικές επαφές ακυρώνουν στην πράξη ενδεχόμενες κυρώσεις. Όμως, κατά την άσκηση της εξωτερικής μας πολιτικής οφείλουμε να βλέπουμε την γενικότερη εικόνα τόσο από κοντινή όσο κι από μακρινή απόσταση. Σε κάθε περίπτωση, το αυτονόητο, την διάθεση επικοινωνίας και συνεννόησης δηλαδή, η Ελλάδα το ικανοποιεί στο ακέραιο. Και τούτο θα πρέπει να το γνωρίζει κάθε ενδιαφερόμενος!

Από εκεί και ύστερα, η ερμηνεία της στάσης που κρατά η Ε.Ε. ως σύνολο και ορισμένα κράτη-μέλη πιο συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει με την παράλληλη εξέταση της ιστορικής κληρονομιάς και παράδοσης αυτών των χωρών που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διαμόρφωσαν την πολιτική σκέψη και νοοτροπία στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Κι αναφέρομαι συγκεκριμένα στη Γερμανία, αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Γιατί; Διότι η “λογική” με την οποία αντιλαμβάνονται κι αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις παραμένει – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – αναλλοίωτη εδώ και 200 περίπου χρόνια! Ας γυρίσουμε για λίγο πίσω στον χρόνο για να θυμηθούμε πως οι Μεγάλες Δυνάμεις σκέφτηκαν, αποφάσισαν, συμφώνησαν και λειτούργησαν από το Συνέδριο της Βιέννης κι έπειτα.

Οι νικητές των ναπολεόντειων πολέμων, συγκεντρώθηκαν στη Βιέννη το 1814 για να σχεδιάσουν την νέα Ευρώπη. Στην ουσία, τότε, αποφασίστηκε μία νέα τάξη πραγμάτων με βάση την ισορροπία των τότε δυνάμεων κατά την προτεσταντική κυρίως ηθική περί ισχύος και δικαίου.

Πάντοτε, η όποια ισορροπία περιορίζει την πιθανότητα βίας και ο τρόπος που Ε.Ε. αντιμετωπίζει την Τουρκία και την εγκληματική της συμπεριφορά, επιβεβαιώνει επακριβώς αυτόν τον κανόνα. Όλα τα υπόλοιπα είναι Ιστορία – δεν θέλω να σας κουράσω με περισσότερες λεπτομέρειες - αλλά, ας έχουμε υπόψη μας το εξής: Η νικημένη Γαλλία, η οποία αιματοκύλησε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο, υποχρεώθηκε στην απώλεια των εδαφικών της κατακτήσεων αλλά την ίδια στιγμή, έτυχε κι ευνοϊκής μεταχείρισης εξαιτίας μίας μικρής λεπτομέρειας.

Οι νικητές ενός πολέμου έχουν υποχρέωση να διαχειριστούν την νίκη τους όντας οι ίδιοι ταλαιπωρημένοι υλικά και ψυχικά κι εξουθενωμένοι οικονομικά από τον αγώνα που προηγήθηκε. Παράλληλα, οφείλουν να διαχειριστούν και την ήττα του χαμένου ο οποίος, αν νιώθει ταπεινωμένος, θα έχει πάντα στον μυαλό του την υπονόμευση της όποιας επιτευχθείσας συνθήκης. Η γενναιοδωρία διασφαλίζει την ασφάλεια. Αυτής ακριβώς της γενναιοδωρίας ωφελήθηκε η Γερμανία με τη λήξη του Β’ Π.Π. και είναι αυτή που είναι σήμερα. Δεν συνέβη όμως το ίδιο κατά τον Α’ Π.Π. με αποτέλεσμα να έχουμε την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού με την καταστροφή που επέφεραν για ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνον για τους λαούς της Ευρώπης.

Σε κάθε είδους ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων ή δυνάμεων ανάμεσα στη Δύση και την Τουρκία (με ό,τι αυτή εκπροσωπεί) η τελευταία θα είναι πάντοτε χαμένη και η χώρα μας θα είναι πάντα από την πλευρά των νικητών.

Όμως, κανείς δεν θέλει μία ταπεινωμένη Τουρκία διότι γνωρίζουμε πως σε μια τέτοια περίπτωση, θα υπονομεύει διαρκώς την ευημερία και την ασφάλεια στην περιοχή μας. Άρα, η οποιαδήποτε νομική διευθέτηση των διαφορών μας, πολύ φοβάμαι στα όρια της νομιμότητας, θα ικανοποιεί κατ’ ελάχιστον την χαμένη Τουρκία, δεν θα ικανοποιεί όμως το δίκαιο αυτό καθ’ αυτό και δεν θα ικανοποιεί την Ελλάδα και τον ελληνισμό! Η συζήτηση περί Χάγης, δεν έπρεπε καν να είναι στην σκέψη μας και στις προθέσεις μας!

Παρ’ όλα αυτά, την επ’ αύριο της όποιας «ισορροπημένης διευθέτησης», η χώρα μας θα είναι σε θέση να την διαχειριστεί ως «νικήτρια»; Η ΕΕ θα είναι ικανοποιημένη;

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

Στην τελική ευθεία για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών


Ο κοντινός μου περίγυρος, γνωρίζει πως η άποψη μου για τον Νίκο Δένδια δεν ήταν η καλύτερη, εξαιτίας των πολιτικών του ως Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη επί κυβερνήσεων Καραμανλή και Σαμαρά. Οι άνθρωποι όμως αλλάζουν κι οι απόψεις μεταβάλλονται, κι ο Υπουργός των Εξωτερικών δείχνει μέχρι στιγμής, με τις κινήσεις του και την δουλειά του, πως διασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αν αναλογιστεί κανείς το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούμαστε να διασφαλίσουμε αυτά τα συμφέροντα. Οπωσδήποτε, η εξωτερική πολιτική της χώρας και η ανάπτυξη των διεθνών της σχέσεων δεν είναι «a one-man’s job». Εν τούτοις, η έκφρασή του και η όλη συμπεριφορά του μας αποκαλύπτουν το πνεύμα από το οποίο εμφορείται η Ελληνική Διπλωματία.

Αν μη τι άλλο και λάθη γίνονται, και σε αστοχίες καταλήγουμε πολλές φορές. Κανείς δεν είναι τέλειος. Κι ούτε μπορούμε να συμφωνούμε σε όλα. Αν όμως αναλογιστεί κανείς τα έργα και τις ημέρες όσων προηγήθηκαν και την «κληρονομιά» που μας άφησαν, νομίζω, έχουμε να κάνουμε με μία ποιοτική μεταβολή η οποία είναι και μετρήσιμη και υπολογίσιμη! 

Οι σχέσεις τις Ελλάδος με την Τουρκία και οι σχέσεις της ΕΕ με την Τουρκία είναι τα φλέγοντα ζητήματα. Κι ορθώς η χώρα μας ανταποκρίθηκε θετικά στο κάλεσμα των τούρκων για επανέναρξη των διερευνητικών - μένει να αποδειχθεί η ειλικρίνειά τους.

Επειδή πολλοί έχουν μία στρεβλή αντίληψη των πραγμάτων, αντικειμενικός σκοπός των διεθνών σχέσεων είναι το «ωφέλιμο φορτίο» που μπορεί να φέρεται από έναν κώδικα ή σύνολο δεδομένων - για όσους ασχολούνται με την πληροφορική και καταλαβαίνουν. Με άλλα λόγια, όταν αναπτύσσουμε την εξωτερική μας πολιτική κι όταν προσερχόμαστε σε έναν διάλογο, σκοπός μας δεν είναι ούτε να τιμωρήσουμε, ούτε να εκμεταλλευτούμε, ούτε να κολλήσουμε κανέναν στον τοίχο. Ιδανικά, σεβόμαστε τους συνομιλητές μας, λαμβάνουμε υπόψη μας τις επιδιώξεις και τις ευαισθησίες τους και προσαρμόζουμε την πολιτική μας ανάλογα (...) έτσι, ώστε στο τέλος να νιώθουμε και να είμαστε όλοι ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. Η όποια προσαρμογή και η όποια ευελιξία δεν είναι αυθαίρετες. Διέπονται από όρους και προσδιορίζονται από τις διεθνείς συνθήκες και όχι από την ερμηνεία που εμείς τους δίνουμε!

Αυτή η λογική, δεν επιτρέπει καμία υποψία παραχώρησης ή εκχώρησης αντίθετα, χαλιναγωγεί την επιθετική δυναμική εκείνου που προσέρχεται στον διάλογο με αλαζονική διάθεση και υπεροπτική συμπεριφορά και τον υποχρεώνει να σεβαστεί τους κανόνες που ορίζουν την έννοια και το περιεχόμενο του διαλόγου.

Η ισλαμιστική ηγεσία της Τουρκίας, πιστή στο δόγμα περί επιβολής και κυριαρχίας, όχι μόνον δεν σέβεται την διεθνή νομολογία και το ευρωπαϊκό κεκτημένο αλλά θεωρεί πως η χώρα, η Τουρκία δηλαδή, δικαιούται επιπλέον διευκολύνσεων και παραχωρήσεων λόγω της δήθεν ισχύος της. Το τονίζω το δήθεν! Προς τούτο, μεταχειρίζεται κάθε μέσο που μπορεί να την βοηθήσει στην επίτευξη των επιδιώξεών της. Απειλές και διπλωματία. Εκβιασμούς και διαστρέβλωση. Παράλληλα, πιστεύει πως μπορεί να παραμένει στο απυρόβλητο διότι όλοι «χρειάζονται» την Τουρκία και κανείς δεν θέλει να την «χάσει».

Αυτή η «ανάγκη», τροφοδοτεί την αλαζονεία του ισλαμιστικού καθεστώτος στη γειτονική μας χώρα, καθιστώντας το αναξιόπιστο συνομιλητή - κι εταίρο - σε κάθε περίπτωση. Την ίδια στιγμή, οι λεγόμενοι κεμαλιστές δεν έχουν τίποτε το σημαντικό να αντιπροτείνουν και να επιδείξουν, κι αναλώνονται σε μία στείρα πολιτική αντιπαράθεση, στο εσωτερικό, άνευ ουσίας κι αντικειμένου. Ακόμη κι αν είχαμε μία ξαφνική μεταβολή του σχήματος διακυβέρνησης στην Τουρκία, με υποβάθμιση του ισλαμιστικού παράγοντα, τίποτε δεν θα άλλαζε προς το καλύτερο για τους λαούς και τις χώρες της περιοχής μας. Πολύ δε περισσότερο, για τον ίδιο τον τουρκικό λαό, στον οποίο ποτέ δεν επετράπη ουσιαστική πολιτική συμμετοχή.

Οι διερευνητικές επαφές σημαίνουν ό,τι ακριβώς σημαίνουν. Θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε προθέσεις και θα συνεκτιμήσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα επιχειρήσουμε να βελτιώσουμε τις μεταξύ μας σχέσεις και για την όποια διαφορά έχουμε. Η ελληνική θέση είναι γνωστή, απόλυτη και ξεκάθαρη. Η Τουρκία όμως, βλέπει τα πράγματα μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα κι απαιτεί την ικανοποίηση ενός πλήθους αξιώσεων που δικαιολογούν την δυναμική του τουρκοϊσλαμιστικού ιδεολογήματος και συστήματος εξουσίας όχι μόνον για την Τουρκία αλλά και σε σχέση με τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο.

Δυστυχώς όμως για τους τούρκους ισλαμιστές, η νεκρανάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι μάλλον απίθανη διότι κανείς δεν την θέλει, κανείς δεν την χρειάζεται και κανείς δεν έχει τη διάθεση και την πρόθεση να συνδιαλέγεται και να συνεργάζεται με ισλαμιστές. Επομένως, έχουν την επιλογή και τον χρόνο για να αναθεωρήσουν.

Αν θέλουν να εκβιάσουν τον διάλογο και να επιβάλλουν του όρους και την θεματολογία της όποιας μελλοντικής διαπραγμάτευσης τότε, θα πρέπει να αποδεχθούν και να συζητήσουν και τις δικές μας αξιώσεις.

Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Αν η Τουρκία θέλει να αμφισβητεί την εθνική κυριαρχία της χώρας μας, κι αν επιθυμεί να ωφεληθεί του δικού μας πλούτου, τότε θα πρέπει να αποδεχτεί και να συζητήσει κι άλλα ζητήματα, όπως για παράδειγμα την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων και των εποίκων από την επικράτεια της Κύπρου, την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την καταβολή αποζημιώσεων για τους νεκρούς και τους αγνοούμενους. 

Από εκεί και ύστερα, δέον θα ήταν να συζητηθεί η παραίτηση της Τουρκίας από κάθε «δικαίωμα» εκμετάλλευσης της πολιτιστικής κληρονομιάς όλων των μη τουρκογενών λαών της Μικράς Ασίας, η αποκατάσταση της αρχικής χρήσης όλων των εκκλησιών που λειτουργούν σήμερα ως τζαμιά, μουσεία, ταβέρνες και δημόσιες τουαλέτες, η σύσταση και λειτουργία μικτών επιστημονικών επιτροπών που θα διασφαλίζουν το χαρακτήρα και την διατήρηση όλων των ιστορικών και θρησκευτικών μνημείων... Να συζητηθεί το θέμα της παραβίασης/περιορισμού των δικαιωμάτων των ελληνικής καταγωγής τούρκων πολιτών, η αλλαγή του νόμου περί ιδιοκτησίας και η πιστή εφαρμογή των σχετικών ευρωπαϊκών οδηγιών. Συγχρόνως, να αναγνωριστούν οι γενοκτονίες των Ελλήνων του Πόντου κι ολόκληρης της Μικράς Ασίας, των Αρμενίων και των Ασσυρίων. 

Να συμφωνηθεί ο καθορισμός του ύψους και του είδους των αποζημιώσεων στους απογόνους όσων εκτοπίστηκαν και σφαγιάστηκαν κι αφού το όνειρό τους είναι η αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να παραχωρηθεί πολιτική αυτοτέλεια κι ενισχυμένη αυτονομία, υπό την εγγύηση του τουρκικού κράτους, σε κάθε εθνοτική και θρησκευτική ομάδα. Ακύρωση του casus beli κι επιστροφή της περιοχής της Σμύρνης στο πολιτικό καθεστώς προ του 1922 οπότε και βιαίως κατελύθη. Η δε τελευταία, εναρμονίζεται πλήρως με τα λεγόμενα του Διευθυντή επικοινωνίαςτης τουρκικής Προεδρίας, κ. Fahrettin Altun καθώς, και η Ελλάς έχει «ισχυρή αξίωση στην περιοχή καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας και είναι νόμιμο και δίκαιο να την διατηρεί και σήμερα».

Πράγματι, έχουμε να συζητήσουμε πολλά. Από την ιστορική αποκατάσταση λαών, πολιτισμών και παραδόσεων μέχρι την ευημερία και την ασφάλεια. Όλων μας! Ειδού πεδίον δόξης λαμπρό να μας αποδείξουν οι τούρκοι φίλοι μας πως ο «τουρκισμός» δεν είναι ούτε ιστορικό λάθος, ούτε διαρκές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Αν όμως, όλα αυτά είναι αδύνατα κι απαράδεκτα, τότε, η συζήτηση περί υφαλοκρηπίδας και καθορισμού ΑΟΖ είναι ό,τι πιο εύκολο κι ανώδυνο και για τα δύο μέρη που θα ωφεληθούν τουλάχιστον τον πλούτο που τους αναλογεί.