Ο κοντινός μου περίγυρος, γνωρίζει
πως η άποψη μου για τον Νίκο Δένδια δεν ήταν η
καλύτερη, εξαιτίας των πολιτικών του ως Υπουργός
Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας
του Πολίτη επί κυβερνήσεων Καραμανλή και Σαμαρά.
Οι άνθρωποι όμως αλλάζουν κι οι απόψεις μεταβάλλονται,
κι ο Υπουργός των Εξωτερικών δείχνει μέχρι
στιγμής, με τις κινήσεις του και την δουλειά
του, πως διασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα με
τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αν αναλογιστεί κανείς
το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούμαστε να
διασφαλίσουμε αυτά τα συμφέροντα. Οπωσδήποτε,
η εξωτερική πολιτική της χώρας και η ανάπτυξη
των διεθνών της σχέσεων δεν είναι «a one-man’s job». Εν
τούτοις, η έκφρασή του και η όλη συμπεριφορά
του μας αποκαλύπτουν το πνεύμα από το οποίο
εμφορείται η Ελληνική Διπλωματία.
Αν μη τι άλλο και λάθη γίνονται, και
σε αστοχίες καταλήγουμε πολλές φορές. Κανείς
δεν είναι τέλειος. Κι ούτε μπορούμε να συμφωνούμε
σε όλα. Αν όμως αναλογιστεί κανείς τα έργα και
τις ημέρες όσων προηγήθηκαν και την «κληρονομιά»
που μας άφησαν, νομίζω, έχουμε να κάνουμε με μία
ποιοτική μεταβολή η οποία είναι και μετρήσιμη
και υπολογίσιμη!
Οι σχέσεις τις Ελλάδος με την Τουρκία
και οι σχέσεις της ΕΕ με την Τουρκία είναι τα
φλέγοντα ζητήματα. Κι ορθώς η χώρα μας ανταποκρίθηκε
θετικά στο κάλεσμα των τούρκων για επανέναρξη
των διερευνητικών - μένει να αποδειχθεί η ειλικρίνειά
τους.
Επειδή πολλοί έχουν μία στρεβλή αντίληψη
των πραγμάτων, αντικειμενικός σκοπός των διεθνών
σχέσεων είναι το «ωφέλιμο φορτίο» που μπορεί
να φέρεται από έναν κώδικα ή σύνολο δεδομένων
- για όσους ασχολούνται με την πληροφορική και
καταλαβαίνουν. Με άλλα λόγια, όταν αναπτύσσουμε
την εξωτερική μας πολιτική κι όταν προσερχόμαστε
σε έναν διάλογο, σκοπός μας δεν είναι ούτε να
τιμωρήσουμε, ούτε να εκμεταλλευτούμε, ούτε
να κολλήσουμε κανέναν στον τοίχο. Ιδανικά, σεβόμαστε
τους συνομιλητές μας, λαμβάνουμε υπόψη μας
τις επιδιώξεις και τις ευαισθησίες τους και
προσαρμόζουμε την πολιτική μας ανάλογα (...) έτσι,
ώστε στο τέλος να νιώθουμε και να είμαστε όλοι
ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. Η όποια προσαρμογή
και η όποια ευελιξία δεν είναι αυθαίρετες. Διέπονται
από όρους και προσδιορίζονται από τις διεθνείς
συνθήκες και όχι από την ερμηνεία που εμείς
τους δίνουμε!
Αυτή η λογική, δεν επιτρέπει καμία υποψία
παραχώρησης ή εκχώρησης αντίθετα, χαλιναγωγεί
την επιθετική δυναμική εκείνου που προσέρχεται
στον διάλογο με αλαζονική διάθεση και υπεροπτική
συμπεριφορά και τον υποχρεώνει να σεβαστεί
τους κανόνες που ορίζουν την έννοια και το περιεχόμενο
του διαλόγου.
Η ισλαμιστική ηγεσία της Τουρκίας,
πιστή στο δόγμα περί επιβολής και κυριαρχίας,
όχι μόνον δεν σέβεται την διεθνή νομολογία
και το ευρωπαϊκό κεκτημένο αλλά θεωρεί πως
η χώρα, η Τουρκία δηλαδή, δικαιούται επιπλέον
διευκολύνσεων και παραχωρήσεων λόγω της δήθεν
ισχύος της. Το τονίζω το δήθεν! Προς τούτο, μεταχειρίζεται
κάθε μέσο που μπορεί να την βοηθήσει στην επίτευξη
των επιδιώξεών της. Απειλές και διπλωματία.
Εκβιασμούς και διαστρέβλωση. Παράλληλα, πιστεύει
πως μπορεί να παραμένει στο απυρόβλητο διότι
όλοι «χρειάζονται» την Τουρκία και κανείς
δεν θέλει να την «χάσει».
Αυτή η «ανάγκη», τροφοδοτεί την αλαζονεία
του ισλαμιστικού καθεστώτος στη γειτονική
μας χώρα, καθιστώντας το αναξιόπιστο συνομιλητή
- κι εταίρο - σε κάθε περίπτωση. Την ίδια στιγμή,
οι λεγόμενοι κεμαλιστές δεν έχουν τίποτε το
σημαντικό να αντιπροτείνουν και να επιδείξουν,
κι αναλώνονται σε μία στείρα πολιτική αντιπαράθεση,
στο εσωτερικό, άνευ ουσίας κι αντικειμένου.
Ακόμη κι αν είχαμε μία ξαφνική μεταβολή του
σχήματος διακυβέρνησης στην Τουρκία, με υποβάθμιση
του ισλαμιστικού παράγοντα, τίποτε δεν θα άλλαζε
προς το καλύτερο για τους λαούς και τις χώρες
της περιοχής μας. Πολύ δε περισσότερο, για τον
ίδιο τον τουρκικό λαό, στον οποίο ποτέ δεν επετράπη
ουσιαστική πολιτική συμμετοχή.
Οι διερευνητικές επαφές σημαίνουν
ό,τι ακριβώς σημαίνουν. Θα προσπαθήσουμε να
διερευνήσουμε προθέσεις και θα συνεκτιμήσουμε
το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα επιχειρήσουμε
να βελτιώσουμε τις μεταξύ μας σχέσεις και για
την όποια διαφορά έχουμε. Η ελληνική θέση είναι
γνωστή, απόλυτη και ξεκάθαρη. Η Τουρκία όμως,
βλέπει τα πράγματα μέσα από ένα διαφορετικό
πρίσμα κι απαιτεί την ικανοποίηση ενός πλήθους
αξιώσεων που δικαιολογούν την δυναμική του
τουρκοϊσλαμιστικού ιδεολογήματος και συστήματος
εξουσίας όχι μόνον για την Τουρκία αλλά και
σε σχέση με τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο.
Δυστυχώς όμως για τους τούρκους ισλαμιστές,
η νεκρανάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
είναι μάλλον απίθανη διότι κανείς δεν την θέλει,
κανείς δεν την χρειάζεται και κανείς δεν έχει
τη διάθεση και την πρόθεση να συνδιαλέγεται
και να συνεργάζεται με ισλαμιστές. Επομένως,
έχουν την επιλογή και τον χρόνο για να αναθεωρήσουν.
Αν θέλουν να εκβιάσουν τον διάλογο
και να επιβάλλουν του όρους και την θεματολογία
της όποιας μελλοντικής διαπραγμάτευσης τότε,
θα πρέπει να αποδεχθούν και να συζητήσουν και
τις δικές μας αξιώσεις.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό
μας. Αν η Τουρκία θέλει να αμφισβητεί την εθνική
κυριαρχία της χώρας μας, κι αν επιθυμεί να ωφεληθεί
του δικού μας πλούτου, τότε θα πρέπει να αποδεχτεί
και να συζητήσει κι άλλα ζητήματα, όπως για παράδειγμα
την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων και των
εποίκων από την επικράτεια της Κύπρου, την αναγνώριση
της Κυπριακής Δημοκρατίας και την καταβολή
αποζημιώσεων για τους νεκρούς και τους αγνοούμενους.
Από εκεί και ύστερα, δέον θα ήταν να συζητηθεί
η παραίτηση της Τουρκίας από κάθε «δικαίωμα»
εκμετάλλευσης της πολιτιστικής κληρονομιάς
όλων των μη τουρκογενών λαών της Μικράς Ασίας,
η αποκατάσταση της αρχικής χρήσης όλων των
εκκλησιών που λειτουργούν σήμερα ως τζαμιά,
μουσεία, ταβέρνες και δημόσιες τουαλέτες, η
σύσταση και λειτουργία μικτών επιστημονικών
επιτροπών που θα διασφαλίζουν το χαρακτήρα
και την διατήρηση όλων των ιστορικών και θρησκευτικών
μνημείων... Να συζητηθεί το θέμα της παραβίασης/περιορισμού
των δικαιωμάτων των ελληνικής καταγωγής τούρκων
πολιτών, η αλλαγή του νόμου περί ιδιοκτησίας
και η πιστή εφαρμογή των σχετικών ευρωπαϊκών
οδηγιών. Συγχρόνως, να αναγνωριστούν οι γενοκτονίες
των Ελλήνων του Πόντου κι ολόκληρης της Μικράς
Ασίας, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Να συμφωνηθεί
ο καθορισμός του ύψους και του είδους των αποζημιώσεων
στους απογόνους όσων εκτοπίστηκαν και σφαγιάστηκαν
κι αφού το όνειρό τους είναι η αναβίωση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, να παραχωρηθεί πολιτική αυτοτέλεια
κι ενισχυμένη αυτονομία, υπό την εγγύηση του
τουρκικού κράτους, σε κάθε εθνοτική και θρησκευτική
ομάδα. Ακύρωση του casus beli κι επιστροφή της περιοχής
της Σμύρνης στο πολιτικό καθεστώς προ του 1922
οπότε και βιαίως κατελύθη. Η δε τελευταία, εναρμονίζεται
πλήρως με τα λεγόμενα του Διευθυντή επικοινωνίαςτης τουρκικής Προεδρίας, κ. Fahrettin Altun καθώς, και η Ελλάς
έχει «ισχυρή αξίωση στην περιοχή καθ’ όλη τη
διάρκεια της Ιστορίας και είναι νόμιμο και
δίκαιο να την διατηρεί και σήμερα».
Πράγματι, έχουμε να συζητήσουμε πολλά.
Από την ιστορική αποκατάσταση λαών, πολιτισμών
και παραδόσεων μέχρι την ευημερία και την ασφάλεια.
Όλων μας! Ειδού πεδίον δόξης λαμπρό να μας αποδείξουν
οι τούρκοι φίλοι μας πως ο «τουρκισμός» δεν
είναι ούτε ιστορικό λάθος, ούτε διαρκές έγκλημα
κατά της ανθρωπότητας. Αν όμως, όλα αυτά είναι
αδύνατα κι απαράδεκτα, τότε, η συζήτηση περί υφαλοκρηπίδας και καθορισμού ΑΟΖ είναι ό,τι πιο εύκολο κι ανώδυνο και για
τα δύο μέρη που θα ωφεληθούν τουλάχιστον τον
πλούτο που τους αναλογεί.