Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Το φάντασμα της G-2

γράφει ο Βαγγέλης Χωραφάς

 

 

Στις 30 Οκτωβρίου, οι πρόεδροι Ντόναλντ Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ συναντήθηκαν στη Νότια Κορέα. Πριν από τις συνομιλίες, ο Τραμπ έκανε μια δημοσίευση στο Truth Social τονίζοντας «Η G-2 ΘΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ!». Αυτό το φαινομενικά πρόχειρο σχόλιο, φέρει βαρύ ιστορικό φορτίο. 
 
Σηματοδοτεί την επιστροφή - τουλάχιστον ρητορικά - μιας ιδέας που κάποτε προτάθηκε και απορρίφθηκε τόσο από την Ουάσινγκτον όσο και από το Πεκίνο: μια «Ομάδα των Δύο», Κίνας και ΗΠΑ που θα διαχειρίζονται από κοινού τις παγκόσμιες υποθέσεις.
 
Η ιδέα της G-2 εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 2005 από τον C. Fred Bergsten (οικονομικό σύμβουλο του Χένρι Κίσινγκερ) και πήρε υπόσταση την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, όταν οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναζητώντας σταθερότητα, κάλεσαν το Πεκίνο να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τη διάσωση της παγκόσμιας οικονομίας. Διανοούμενοι και αξιωματούχοι (μεταξύ των οποίων και ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, ο ιστορικός Νιλ Φέργκιουσον, ο πρώην πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ρόμπερτ Ζέλικ κλπ ) πρότειναν την ευρύτερη ιδέα μιας «G-2»: η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο ως κοινοί διαχειριστές της παγκόσμιας τάξης.
 
Ωστόσο, η Κίνα δεν ενδιαφερόταν. Καθοδηγούμενη από την αρχή του taoguang yanghui - διατήρηση χαμηλού προφίλ, δηλαδή κρύψε το ταλέντο σου και άφησε τον χρόνο να περνάει - το Πεκίνο εκείνη την εποχή ήταν επιφυλακτικό απέναντι στην παγκόσμια ηγεσία. Η εστίασή του παρέμεινε εγχώρια: η διατήρηση της ταχείας ανάπτυξης, η διατήρηση της κοινωνικής σταθερότητας και η αποφυγή επαχθών εξωτερικών δεσμεύσεων. Ο τότε πρωθυπουργός Ουέν Ζιαμπάο απέρριψε ρητά αυτό το ενδεχόμενο. «Κάποιοι λένε ότι οι παγκόσμιες υποθέσεις θα διαχειρίζονται αποκλειστικά από την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Νομίζω ότι αυτή η άποψη είναι αβάσιμη και λανθασμένη», δήλωσε το 2009. «Είναι αδύνατο για μερικές χώρες ή μια ομάδα μεγάλων δυνάμεων να επιλύσουν όλα τα παγκόσμια ζητήματα. Η πολυπολικότητα και η πολυμέρεια αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη τάση και τη βούληση των ανθρώπων».
 
Αλλά και η Ουάσινγκτον επίσης, δίσταζε για διαφορετικούς λόγους: η αντιμετώπιση της Κίνας ως ισότιμου εταίρου διακινδύνευε την ταχύτατη ανύψωση της παγκόσμιας θέσης του Πεκίνου. Η G-2, λοιπόν, ήταν μια δυτική πρόταση από κάποιους κύκλους, αλλά όχι ένα πολιτικό σχέδιο.
 
Αυτή η εικόνα άλλαξε από τον Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία το 2012 και σταδιακά εγκατέλειψε το αξίωμα που ίσχυε από την εποχή του Τενγκ Σιάο Πινγκ. Ο Σι πρόβαλε μια Κίνα που δεν ήταν πλέον ικανοποιημένη με το να είναι αποδέκτης κανόνων, αλλά πρόθυμη να διαμορφώσει την παγκόσμια διακυβέρνηση. Η πρότασή του για ένα «νέο είδος σχέσεων μεγάλων δυνάμεων» ήταν ουσιαστικά ως ιδέα του Πεκίνου, παρόμοια με την G-2. Υποστήριζε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν η μία την άλλη ως ίσοι, να αποφεύγουν την αντιπαράθεση και να συνεργάζονται για τη σταθεροποίηση της διεθνούς τάξης. Ήταν ουσιαστικά μια G-2 με κινεζικά χαρακτηριστικά.
 
Αλλά τότε, η Ουάσινγκτον δεν ενδιαφερόταν. Η κυβέρνηση Ομπάμα δίσταζε να υιοθετήσει γλώσσα που υπονοούσε ισότητα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, προτιμώντας να παρουσιάσει το Πεκίνο ως «υπεύθυνο ενδιαφερόμενο μέρος» σε μια τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, παρά ως συν-διαχειριστή. Χωρίς την αμερικανική υποστήριξη, η ιδέα του Σι ξεθώριασε και εξαφανίστηκε αθόρυβα.
 
Μέχρι σήμερα, η έννοια της G-2 φαινόταν ξεπερασμένη. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας επιδεινώθηκαν ραγδαία κατά την πρώτη προεδρία του Τραμπ και ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν. Οι ΗΠΑ παρουσίασαν την Κίνα ως τον κύριο στρατηγικό αντίπαλό τους, περιορίζοντας τις ροές τεχνολογίας, ενισχύοντας τις συμμαχίες στην Ασία και προειδοποιώντας για τις φιλοδοξίες του Πεκίνου.
 
Το Πεκίνο, από την πλευρά του, προώθησε την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», εμβάθυνε τους δεσμούς με τη Ρωσία και τόνισε τις δικές του παγκόσμιες πρωτοβουλίες, όπως τα πλαίσια Παγκόσμιας Ανάπτυξης και Παγκόσμιας Ασφάλειας. Η αμοιβαία καχυποψία κυριάρχησε. Μακράν από το να σκέφτονται την κοινή ηγεσία, οι δύο υπερδυνάμεις φαινόταν κλειδωμένες σε μια μακροπρόθεσμη αντιπαλότητα.
 
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αναβίωση του όρου G-2 από τον Τραμπ το 2025 είναι αξιοσημείωτη. Η παρουσίαση της συνάντησής του με τον Σi ως συνάντησης «G-2» σηματοδοτεί, τουλάχιστον, την αναγνώριση της Κίνας ως ισότιμης.
 
Υποδηλώνει όμως μια επιθυμία για μια διμερή συμφωνία, στην οποία η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο διαχειρίζονται από κοινού τις παγκόσμιες υποθέσεις; Πρόκειται για άλλη μια ρητορική ακροβασία του Αμερικανού προέδρου; Μήπως αποτελεί μια προσωρινή βάση για μια συναλλακτική πολιτική, από αυτές που αρέσουν στον Ντόναλντ Τραμπ;
 
Για το Πεκίνο, αυτή η εξέλιξη είναι ευπρόσδεκτη. Σε αντίθεση με το 2008, όταν η Κίνα απέφευγε την παγκόσμια ηγεσία, ο Σι σήμερα την αγκαλιάζει. Η αναγνώρισή της από τον Τραμπ ως μέρος μιας G-2, θα αποτελούσε μια συμβολική επικύρωση του καθεστώτος της Κίνας ως μεγάλης δύναμης, κάτι που η κινεζική ηγεσία δεν κρύβει ότι το επιθυμεί.
 
Ωστόσο, ο εκπρόσωπος της Κίνας Γκούο Τζιακούν δήλωσε ότι, όπως επεσήμανε ο Σι κατά τη διάρκεια της συνάντησης, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εμπλακούν σε θετικές αλληλεπιδράσεις στην περιφερειακή και διεθνή σκηνή. Ο κόσμος σήμερα αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις και η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν από κοινού να επιδείξουν την ευθύνη τους ως μεγάλες δυνάμεις και να συνεργαστούν για να επιτύχουν πιο σημαντικά, πρακτικά και ωφέλιμα πράγματα και για τις δύο χώρες και για τον κόσμο.
 
Ο Γκούο Τζιακούν τόνισε ότι η Κίνα ακολουθούσε πάντα μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική ειρήνης. Ως η μεγαλύτερη αναπτυσσόμενη χώρα, εταίρος του Κινήματος των Αδεσμεύτων και μέλος του Παγκόσμιου Νότου, η Κίνα στάθηκε πάντα στο πλευρό της συντριπτικής πλειοψηφίας των αναπτυσσόμενων χωρών και θα συνεχίσει να εφαρμόζει γνήσιο πολυμερισμό, να συνεργάζεται με όλες τις χώρες για τη διασφάλιση του πολυμερούς εμπορικού συστήματος με τον ΠΟΕ στον πυρήνα του, να τηρεί τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τους βασικούς κανόνες των διεθνών σχέσεων, να προωθεί έναν δίκαιο και εύτακτο πολυπολικό κόσμο και μια συμπεριληπτική οικονομική παγκοσμιοποίηση και να εισάγει περισσότερη βεβαιότητα και σταθερότητα στον κόσμο.
 
Σε γενικές γραμμές, είναι πολύ νωρίς για να γίνουν εκτιμήσεις για τις εξελίξεις και ο ένοικος του Λευκού Οίκου δεν φημίζεται για τη σταθερότητα των απόψεων του.

Το σάπιο που επιμένει να κυβερνά

 

Μετά την κατάπτυστη περίοδο διακυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (την οποία, παρεμπιπτόντως, οι νεότεροι δεν έζησαν και δεν γνωρίζουν, ενώ οι παλαιότεροι μάλλον έχουν ξεχάσει), τις ψευδαισθήσεις της εποχής Σημίτη, τις απογοητεύσεις της εποχής Καραμανλή, τις αποτυχίες των Παπανδρέου, Σαμαρά και λοιπών εγκάθετων και διεκπεραιωτών που οδήγησαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία – όχι μόνον οικονομική, και σήμερα, την εποχή της εξαπάτησης Μητσοτάκη, πιστεύει στ’ αλήθεια κανείς ότι αυτό που έχουμε ανάγκη είναι ένα νέο κόμμα; Εγώ δεν το πιστεύω. Εκείνο που έχουμε ανάγκη είναι ένα νέο πολιτικό σύστημα. Ένα σύστημα διακυβέρνησης που θα αποκλείει πρόσωπα και νοοτροπίες οι οποίες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έχουν ζημιώσει τη χώρα και τους πολίτες της. Αυτή είναι η πρώτη και βασική επισήμανση και δεν λέω (γράφω) κάτι καινούριο.

Εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες βρισκόμαστε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Δεν διαθέτουμε τον πληθυσμό για να διασφαλίσουμε τα όρια του χώρου μας, μάς έχει αφαιρεθεί η οικονομική δυνατότητα να ζούμε αξιοπρεπώς, υπάρχουμε μέσα σε ένα κράτος εχθρικό προς εμάς, δίχως όραμα και δίχως προοπτική. Όσοι είναι βολεμένοι από το σύστημα κάθονται ήσυχα στη γωνιά τους. Όσοι υποφέρουν, σωπαίνουν από φόβο για τις ενδεχόμενες συνέπειες. Και όσοι αντιδρούν, είναι αλλού γι’ αλλού. Η χαρά του Τούρκου δηλαδή.

Κι αφού περί χαράς ο λόγος, απολαμβάνω κι εγώ από τον τηλεοπτικό μου δέκτη τους πανηγυρισμούς και τους εορτασμούς κάθε «επιτυχίας» ή τα συχνά πυκνά gala που μας υπενθυμίζουν τον «πολιτισμό» μας και τη θέση μας στη «Δύση». Όμως, στο τέλος της ημέρας, το αποτέλεσμα για τους πολλούς είναι μηδενικό.

Κάποτε - έτσι λέγεται και γράφεται, πρόσωπα και πολιτικοί σχηματισμοί λειτουργούσαν ως εγγυητές των θεσμών. Και για όσους αισθάνονται ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη, ναι, οι θεσμοί είναι αναγκαίοι για την οργάνωσή μας, τη λειτουργία μας, την ύπαρξή μας ως σύνολο. Ωστόσο, σήμερα κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα για κανέναν. Οι ίδιοι οι θεσμοί έχουν υποκύψει στην ανικανότητα, την ιδιοτέλεια και την απαξίωση. Το δίκαιο κάπου έχει χαθεί στο νόμιμο, η νομιμοποίηση επιδιώκεται μέσα από πληρωμένες δημοσκοπήσεις ή εκδόσεις βιβλίων και η διαχείριση της εικόνας νοείται ως διαχείριση της πραγματικότητας!

Κι όσο αυτό το σάπιο οικοδόμημα παραμένει όρθιο, καμία νέα αρχή δεν μπορεί να σταθεί πάνω του. Οι τρεις εξουσίες έχουν χάσει το ηθικό τους θεμέλιο.

Το «σάπιο» δεν είναι συμβολισμός· είναι η πραγματικότητα!

Το ζητούμενο δεν είναι να αλλάξουμε διαχειριστές, αλλά θεμέλια. Ένα νέο πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να γεννηθεί μέσα από τους ίδιους μηχανισμούς που γέννησαν τη διαφθορά, τη φαυλότητα και τη μετριότητα. Χρειάζεται ένα πλαίσιο που θα στηρίζεται σε πραγματικούς θεσμούς ελέγχου, σε διαφάνεια, σε αξιολόγηση χωρίς εξαιρέσεις και σε λογοδοσία χωρίς αστερίσκους.

Δεν είναι αρκετό να αλλάξουν τα πρόσωπα· πρέπει να αλλάξει η ίδια η λογική της εξουσίας. Κάθε εξουσίας. Η πολιτική πρέπει να ξαναγίνει υπηρεσία. Ο δημόσιος βίος πρέπει να πάψει να είναι χώρος συναλλαγών και να γίνει χώρος ευθύνης. Και το κράτος πρέπει να πάψει να λειτουργεί ως φέουδο των εκάστοτε «ημετέρων» και να γίνει εργαλείο του πολίτη. Όχι δυνάστης του.

Όπως πιθανόν αντιλαμβάνεστε, αυτό το νέο δεν μπορεί να προκύψει με διατάγματα ή με συνθήματα. Ούτε με βιβλία ή συνεντεύξεις. Θα προκύψει όταν εμείς, ως κοινωνία, αποφασίσουμε να το απαιτήσουμε. Όταν επιτέλους πάψουμε να περιμένουμε σωτήρες κι από μηχανής θεούς. Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι η ψήφος είναι πράξη συνείδησης. Όταν η αλήθεια αποκτήσει ξανά αξία μεγαλύτερη από την επικοινωνία.

Διαφορετικά, κάθε νέο κόμμα, όσο «καινοτόμο» κι αν φαίνεται, θα καταλήγει να υπηρετεί το ίδιο (διε)φθαρμένο σύστημα. Ή πώς το λέμε αλλιώς…; μια τρύπα στο νερό.

P.S.: Όταν ακούω έλληνες πολιτικούς να διατείνονται ότι δρουν με γνώμονα το καλό της πατρίδας δεν οργίζομαι. Γελάω! Είναι τόσο γελοίος αυτός ο ισχυρισμός όσο κωμική μπορεί να είναι μία επιθεώρηση του Σεφερλή στο Δελφινάριο.



Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

Ποιός μας απειλεί; Βόρεια Ευρώπη, Ρωσία και το τουρκικό παράδοξο

 


Η Φινλανδή Υπουργός Εξωτερικών Ελίνα Βαλτόνεν δήλωσε στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Χακάν Φιντάν: “… Η μόνη δύναμη που σεβόταν η Ρωσική Αυτοκρατορία ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία.” Γιατί άραγε οι βορειοευρωπαίοι δείχνουν να μην κατανοούν την απειλή της Τουρκίας απέναντι στα ευρωπαϊκά ιδεώδη, τις αξίες και τις αρχές που συνθέτουν ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα;

Η απάντηση δεν είναι και τόσο απλή καθώς, οι ρίζες του προβλήματος εντοπίζονται στην δυτικοευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα και ηθική και στη γεωπολιτική ψυχολογία των βόρειων λαών. Οι βορειοευρωπαίοι, ιδίως οι Φινλανδοί, οι Σουηδοί και οι Βαλτικές χώρες, αντιλαμβάνονται την απειλή με βάση την δικής τους ιστορική εμπειρία. Για αυτούς, η Ρωσία υπήρξε η διαρκής υπαρξιακή απειλή. Κατά συνέπεια, όταν η Φινλανδή αξιωματούχος αναφέρεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το κάνει περισσότερο για να τονίσει την ανάγκη ισχύος έναντι της Ρωσίας η οποία φοβάται μόνον όσους και ό,τι επιδεικνύει δύναμη.

Το πρόβλημα είναι πως αυτή η οπτική βλέπει τον κόσμο μέσα από έναν καθαρά ρωσοκεντρικό φακό. Η Τουρκία, στα μάτια των βορειοευρωπαίων, δεν είναι υπαρξιακή απειλή· είναι περισσότερο ένας απρόβλεπτος εταίρος με ιδιομορφίες μεν αλλά με γεωστρατηγική χρησιμότητα δε. Οι χώρες αυτές και οιλαοί τους δεν έχουν ζήσει την τουρκική επιθετικότητα, ούτε έχουν το ιστορικό τραύμα που φέρουν η Ελλάδα και η Κύπρος. Επομένως, τους είναι δύσκολο να δουν την Τουρκία ως απειλή παρά τα όποια δείγματα!

Οι βορειοευρωπαίοι και οι δυτικοευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως πρόβλημα διαχείρισης ενώ ο Νότος ως ζήτημα ασφάλειας. Το προβληματικό στοιχείο της όλης υπόθεσης είναι ότι αυτή η ασυμμετρία κατανόησης υπονομεύει την ίδια την ευρωπαϊκή συνοχή. Και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και στο πεδίο της άμυνας και της ασφάλειας.

Η γεωπολιτική μας ασφάλεια και συνέχεια δεν μπορεί να είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης δύο διαφορετικών αντιλήψεων και εμπειριών. Αν δεν μπορούν να το εμπεδώσουν οι εταίροι μας σημαίνει ότι εμείς κάνουμε κάτι λάθος. Η γεωπολιτική κατανόηση δεν γεννιέται από κοινού. Αν η δική μας αφήγηση δεν γίνεται κατανοητή, ίσως φταίει που την εκφράζουμε με όρους εσωτερικής συνείδησης και όχι με όρους που μπορούν να υποδεικνύουν το συλλογικό στρατηγικό συμφέρον...