Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

Θύματα και θύτες στις τουρκικές φαντασιώσεις


Συμπόσιο με αντικείμενο τις «σφαγές» και τις «θηριωδίες» που διέπραξαν οι Έλληνες στην Πελοπόννησο και τη Μικρά Ασία, πραγματοποιείται αυτό το διήμερο στην Σμύρνη από το Τουρκικό Ινστιτούτο Ιστορίας σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και με την υποστήριξη του τουρκικού ΥΠΕΞ.

Και αυτή η εκδήλωση εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο δράσεων που αναπτύσσει η γειτονική μας χώρα με αντικειμενικό σκοπό τον ιστορικό αναθεωρητισμό και την διαγραφή, από την συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας, των εγκλημάτων που διέπραξαν οι Οθωμανοί τούρκοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής τους πορείας μέσα στον χρόνο.

Ομιλούμε για έναν λαό που ευθύνεται για την γενοκτονία των Αρμενίων, των Ασσύριων και των Ελλήνων στην Ανατολή και για μία χώρα με ιδρυτική πράξη που υπεγράφη με το αίμα εκατομμυρίων αθώων.

Οι τούρκοι δεν είχαν ποτέ και δεν έχουν την πρόθεση να αναζητήσουν και να μελετήσουν την ιστορική αλήθεια. Βασικό τους μέλημα είναι η τεκμηρίωση του τουρκισμού ενώ, διακατέχονται πάντα από συμπλέγματα κατωτερότητας κι ενοχικά σύνδρομα που πηγάζουν από το εγκληματικό παρελθόν τους.

Η σημερινή Τουρκία επιχειρεί να επικαιροποιήσει το ιδεολόγημα του (παν)τουρκισμού αναζητώντας (ακόμα) μία ισχυρή ταυτότητα μέσα από «ευρήματα» και «πειστήρια» που – πάντα κατά την άποψή της – υποδεικνύουν ένα «καθαρό» ιστορικό και πολιτισμικό σημείο αναφοράς, ικανό να της επιτρέψει να ξαναγράψει την ιστορία με επιστημονικό και κοινά παραδεκτό τρόπο.

Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα δεν είμαστε εμείς αλλά η ίδια η ταυτότητα του τουρκικού λαού! Πιο αναλυτικά αναφέρομαι στο ζήτημα αυτό σε άλλο κείμενό μου το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ: «Ο ισλαμισμός και το ζήτημα της ταυτοτικής ανεπάρκειας στην Τουρκία».

Ένα είναι σίγουρο: Φανταστικοί εχθροί, αποδιοπομπαίοι τράγοι, φαντασιώσεις, μύθοι και ψεύδη αποτελούν τη μαγιά της σύγχρονης τουρκικής αντίληψης.

Από την πλευρά μας, δεν πρέπει να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια. Έχουμε χρέος να υπενθυμίζουμε διαρκώς και σε κάθε ευκαιρία, προς όλες τις κατευθύνσεις και κυρίως προς τα ανατολικά, την ιστορική κληρονομιά που φέρουν οι γείτονές μας, όχι για να τους έχουμε κολλημένους στον τοίχο, ούτε για να συντηρούμε μια έχθρα που δεν ωφελεί ούτε εκείνους ούτε εμάς. Βασική μας επιδίωξη θα πρέπει να είναι η διαφύλαξη της ιστορικής αλήθειας και είμαστε υποχρεωμένοι να βοηθήσουμε τους Τούρκους να αποδεσμευτούν από «ευαισθησίες» και πλάνες που δεν τους επιτρέπουν να υπάρχουν και να δημιουργούν αλλά, τους οδηγούν να επιβουλεύονται την ιστορία, τον πολιτισμό, τη κυριαρχία, τον πλούτο και την ευημερία των λαών και των χωρών γύρω τους.

Η Τουρκία σε μετάβαση κι οι τεχνοκράτες μας σε παράκρουση…

... ή αλλιώς: Ο κεμαλισμός κι ο ισλαμοφασισμός

δεν έχουν καμία θέση στην Ευρώπη

 

Ξεκίνησα να διαβάζω με πολύ ενδιαφέρον το άρθρο του κ. Ιωακειμίδη υπό τον τίτλο: «η Τουρκία σε μετάβαση…» κι οφείλω εκ προοιμίου να σημειώσω ότι, σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει επαρκώς και ικανοποιητικώς την εικόνα για την οικονομική και πολιτική πραγματικότητα της γειτονικής μας χώρας. Μέχρι εκεί όμως. Μόλις έφτασα στις προτάσεις στις οποίες καταλήγει και διάβασα έπειτα το βαρύ βιογραφικό του, μου επιβεβαιώθηκε ακόμη μια φορά γιατί η ελληνική εξωτερική πολιτική επί δεκαετίες τελεί σε σύγχυση, δίχως όραμα και δυναμική στην άσκησή της.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Συμφωνούμε όλοι ότι δίπλα μας έχουμε έναν δύσκολο και δύστροπο γείτονα που δημιουργεί διαρκώς προβλήματα στην περιοχή μας και πέραν αυτής.

Η Τουρκία είναι μία μεγάλη χώρα, με πολλές δυνατότητες - δεν τις αμφισβητεί κανείς - και η γεωγραφική της θέση της προσδίδει γεωπολιτική ισχύ - πλην όμως, αναλώνεται σε μύθους, ευαισθησίες κι ευσεβείς πόθους που εδράζονται στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν το οποίο έχει εξιδανικεύσει στην προσπάθειά της να επιδείξει επιτεύγματα και ιστορικό-πολιτισμικό βάθος που εκ των πραγμάτων δεν διαθέτει. Κι αυτό μπορούμε να το συζητήσουμε.

Το γεγονός ότι θέλει να μπλέκει παντού ή κάνει όσα δεν έκανε ποτέ η ελληνική διπλωματία - τα έχουμε εντοπίσει τα προβλήματα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 - δεν την καθιστά αυτόματα «περιφερειακή δύναμη». Επομένως, καλό θα ήταν να μην της αποδίδουμε μέγεθος που μέχρι στιγμής δεν έχει. Το δε σύνδρομο «αμοιβαίας αυτοπαγίδευσης» που πολύ ορθά σημειώνεται στο άρθρο, ούτε καν δεν την ψηλώνει στο ελάχιστο και δεν διέπει μόνον τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις  αλλά τις σχέσεις όλων χωρών. Μικρών ή μεγάλων. Δυνατών ή αδύνατων. Σημαντικών ή όχι και τόσο σημαντικών στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αυτή δεν είναι η λογική των διεθνών σχέσεων;  

Προφανώς - αν εν τω μεταξύ δεν συμβεί κάτι το συνταρακτικό - βρισκόμαστε λίγο πριν το τέλος μιας εποχής. Κι εδώ συμφωνούμε. Ωστόσο, είναι μάλλον ουτοπικό να αναμένει κανείς (ραγδαία) μεταβολή των τουρκικών επιδιώξεων σε περίπτωση που η αντιπολίτευση καταφέρει να έρθει στην εξουσία, εφόσον δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαχωριστικές γραμμές· ούτε καν ποιοτικές διαφορές! Κι από ό,τι καταλαβαίνω, Η.Π.Α. και Ε.Ε. - για ό,τι μας αφορά - αντιλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο την αδυναμία της Τουρκίας να εξυπηρετεί αποτελεσματικά και με αξιοπιστία τα συμφέροντά τους. Αντίληψη που τείνει προς παγιοποίηση και οδηγεί στη διερεύνηση εναλλακτικών σεναρίων.

Οι Η.Π.Α. έχουν την δική τους ατζέντα. Η Ε.Ε. κολυμπά σε θολά νερά για την ώρα κι αυτή είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορούμε να την αρνηθούμε ή να την παραβλέπουμε. Κατά την δική μου, ταπεινή άποψη, οι μεγάλες μάχες θα δοθούν εντός ευρωπαϊκού χώρου και ίσως πιο σύντομα απ’ ό,τι αναμένεται. Αν η Ευρώπη δεν αποποιηθεί άμεσα την κλασική γερμανική-προτεσταντική νοοτροπία που ορίζει δυστυχώς το αξιακό της σύστημα, θα βρεθεί σε ακόμη πιο δύσκολη θέση.

Η Ελλάδα δύναται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην διαδικασία αποποίησης αυτής της νοοτροπίας και οι κινήσεις που κάνει σε ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο, έξω από το πλαίσιο που εντάσσονται οι προτάσεις του κ. Ιωακειμίδη, όχι μόνον ενισχύουν την ασφάλεια στην περιοχή μας· ακόμη περισσότερο; Μπορούν να διασφαλίσουν την ειρήνη και την ευημερία και να θωρακίσουν τον ευρωπαϊκό χώρο και στο οικονομικό - ενεργειακό πεδίο.

Υπό την συνθήκη αυτή, η πρώτη πρόταση του κ. Ιωακειμίδη κρίνεται μάλλον άτοπη. Η μόνη χώρα που ζει με φαντασιώσεις και μύθους και επιδίδεται διαρκώς σε μία ρητορική καταγγελτική, με μίσος κι απαξίωση για όποιον βάλει στο στόχαστρό της, είναι μόνον η Τουρκία.

Σε ό,τι αφορά στην δεύτερη πρότασή του, αν είχα την ευκαιρία, θα ρωτούσα τον κ. Ιωακειμίδη άραγε ποιός δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο; Ποιός τείνει πάντα χείρα συνεργασίας και ποιός απαξιώνει διερευνητικές ή άλλες επαφές; Ποιος καταργεί επί της ουσίας κάθε μνημόνιο και κάθε συμφωνία συνεργασίας; Ποιός καταστρατηγεί κάθε έννοια καλής γειτονίας; Ποιά είναι ακριβώς η «ευκαιρία» που διαβλέπει και όλοι εμείς οι υπόλοιποι αδυνατούμε να διακρίνουμε; 

Και σε απάντηση της τρίτης του πρότασης: Η Τουρκία δεν «πρέπει να έλθει πλησιέστερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Βρίσκεται ήδη μέσα της και την διαβρώνει με πολιτικές/θρησκευτικές/φοιτητικές/εμπορικές οργανώσεις (νόμιμες ή παράνομες) που δεν σέβονται τους κανόνες, τις αρχές και τις αξίες πάνω στις οποίες στηρίζεται όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Με εκροή κεφαλαίων που - προερχόμενα πολλές φορές από παράνομες κι εγκληματικές δράσεις - χρηματοδοτούν πολιτικές που στρέφονται ενάντια στην κοινωνική ευταξία και συνοχή των κρατών μελών, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ελλάδας μεταξύ άλλων… με συμμαχίες και κινήσεις που σκοπό έχουν να πλήξουν την οικονομική σταθερότητα του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου (βλέπε Ουγγαρία / Λευκορωσία / Ουκρανία). Με την προώθηση και την ενίσχυση του ισλαμισμού - ως πολιτικής, πολιτιστικής και ηθικής νόρμας - μέσω της εργαλειοποίησης των μουσουλμανικών μειονοτήτων / πληθυσμών στην Γερμανία, την Γαλλία και τις χώρες της Βαλκανικής για παράδειγμα, εντείνοντας την ανησυχία, την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια των πολιτών όλων των ευρωπαϊκών χωρών… και με εκβιασμούς αν μη τι άλλο, όπως με το προσφυγικό/μεταναστευτικό.      

Αλήθεια, έχει αναρωτηθεί ποτέ ο κ. Ιωακειμίδης πόσες φορές η Ελλάδα και η Κύπρος ακόμη, έχουν υποστηρίξει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας; Πόσες φορές η χώρα μας επέδειξε καλή πίστη και στάθηκε δίπλα στην Τουρκία παρά τις όποιες διαφορές;  

Η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιήσει τις δικές της δυνατότητες και να αποδεσμεύσει εαυτόν από το φοβικό της σύνδρομο για την Τουρκία. Η γειτονική μας χώρα δεν είναι μεγάλη περιφερειακή δύναμη και αμφιβάλλω πολύ αν το καταφέρει ποτέ. Θέλει να είναι αλλά δεν είναι! Ας ρωτήσει ο κ Ιωακειμίδης εμάς που έχουμε ζήσει ή ζούμε στην Τουρκία και δεν μαθαίνουμε γι’ αυτήν διαβάζοντας βιβλία και άρθρα κλεισμένοι σε ένα γραφείο στην Αθήνα. 

Για ό,τι με αφορά, δεν έχω ούτε τις περγαμηνές, ούτε τους τίτλους του κ. Ιωακειμίδη. Τον ευχαριστώ όμως πολύ διότι, με το άρθρο του αυτό, μου έδωσε την ευκαιρία να εκφράσω και μία άλλη άποψη στην οποία συμπυκνώνονται οι σκέψεις και οι αντιλήψεις όλων εκείνων που δεν είναι επαγγελματίες διπλωμάτες, διεθνολόγοι ή αναλυτές. Πολλές φορές, ο ερασιτεχνισμός προσφέρει μια πιο ξεκούραστη και ξεκάθαρη ματιά…

 

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Κύπρος: Η προσάρτηση του 1914 και οι χαμένες ευκαιρίες της παραχώρησης στην Ελλάδα

γράφει ο Βαγγέλης Χωραφάς

 


 

Στις 5 Νοεμβρίου 1914 η Αγγλία κήρυξε άκυρη τη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης του 1878 με τα Τουρκία και προσάρτησε τη Κύπρο. Θα περνούσαν 45 χρόνια για να τερματιστεί η βρετανική κυριαρχία στο νησί και να ιδρυθεί το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου.

Ωστόσο, η περίοδος προσάρτησης της Κύπρου είναι σημαντική γιατί σε αυτή έγιναν δύο προσφορές από την πλευρά της Αγγλίας, το 1912 και το 1915 για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα οι οποίες δεν τελεσφόρησαν.

Η περίοδος μέχρι το 1912

Μέχρι τι 1912 οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν ασχοληθεί συστηματικά με το κυπριακό ζήτημα. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον αντίκτυπο της ήττας του 1897, τον Μακεδονικό Αγώνα, το ζήτημα της Κρήτης και την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, μεταξύ άλλων. Το 1911-12 ο πρεσβευτής στο Λονδίνο Ιωάννης Γεννάδιος συνέταξε δύο εκθέσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε η ελληνική πολιτική στο Κυπριακό. Αυτή διατυπώνονταν σε δύο άξονες. Πρώτον, το εθνικό κέντρο έπρεπε να χαράξει την κατευθυντήρια γραμμή, δεύτερον η Ένωση θα έπρεπε να διεκδικηθεί σε συνεργασία με τις βρετανικές αρχές.

Είναι η εποχή που η Αθήνα για πρώτη φορά εντάσσει το Κυπριακό στις υπόλοιπες εθνικές της διεκδικήσεις. Και αυτό γίνεται επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος και συζήτησε για πρώτη φορά το ενδεχόμενο παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα.

Η πρόταση παραχώρησης του 1912

Στα μέσα του 1912 οι Βρετανοί στρατιωτικοί αναλυτές συζητούσαν το ενδεχόμενο κατάληψης νησιών του Αιγαίου από την Ιταλία και τις επιπτώσεις που θα προκύπταν για το Βρετανικό Ναυτικό. Θεωρούσαν ότι τα συμφέροντα τους θα μπορούσαν να απειληθούν από τον στόλο της Ιταλίας ή της Αυστροουγγαρίας, αλλά θα αντιμετωπίζονταν από τη ναυτική βάση της Μάλτας, ενώ δεν θα μπορούσε να υπάρχει μόνιμη κατοχή εδάφους ανατολικά της Μάλτας. Παρ΄ όλα αυτά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη διασφάλιση των συμφερόντων τους θα μπορούσε να επιτευχθεί με μια ναυτική συμφωνία με τα Γαλλία.

Τον Ιούλιο 1912 συμφωνήθηκε ότι το Βρετανικό Ναυτικό θα μπορούσε να προστατεύει τα αγγλογαλλικά συμφέροντα στην Ανατολική και το Γαλλικό στην Δυτική Μεσόγειο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η Βρετανία θα χρειάζονταν ένα σύμμαχο στην Ανατολική Μεσόγειο και ο Ουίνστων Τσώρτσιλ που ήταν Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, επέλεξε την Ελλάδα.

Με το Γιβραλτάρ και την Μάλτα υπό βρετανικό έλεγχο, ο Τσώρτσιλ επιδίωκε να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα λιμάνι κοντά στην Αδριατική, από το οποίο σε περίπτωση πολέμου ενάντια στην Τριπλή Συμμαχία θα μπορούσε να εξουδετερώσει τον στόλο της Αυστροουγγαρίας και ένα μέρος του στόλου της Ιταλίας. Στις διερευνητικές επαφές που έγιναν με τον πρόξενο της Ελλάδας στο Λονδίνο Ιωάννη Σταυρίδη, ο Τσώρτσιλ ξεκαθάρισε ότι ενδιαφέρονταν για το λιμάνι του Αργοστολίου. Όχι με προσάρτηση ή μίσθωση, αλλά το δικαίωμα χρήσης του λιμανιού με μυστική συμφωνία. Ως αντάλλαγμα παραχωρούσε την Κύπρο.

Στις 12 Δεκεμβρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος ενημερώθηκε από τον Σταυρίδη για την βρετανική πρόταση. Στις 16 Δεκεμβρίου ο Έλληνας πρωθυπουργός ενημερώθηκε από το Λόιντ Τζορτζ, υπουργό οικονομικών για την βρετανική πρόταση, με την οποία συμφώνησε και για το θέμα του Αργοστολίου και για το θέμα μιας συμμαχίας με την Βρετανία και τη Γαλλία. Στις 17 Δεκεμβρίου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος συναντήθηκε με τους Ουίνστων Τσώρτσιλ και Λόιντ Τζορτζ και συμφώνησαν να προχωρήσουν το θέμα του Αργοστολίου και της Κύπρου. Συμφωνήθηκε επίσης να μην ανακοινωθεί το θέμα της συμμαχίας με την Βρετανία και τη Γαλλία, πριν το Λονδίνο ενημερώσει τους Γάλλους και τους Ρώσους.

Στις 5 Ιανουαρίου 1913 ο Λόιντ Τζορτζ ενημέρωσε τον Βενιζέλο ότι ο Τσώρτσιλ είχε ετοιμάσει την πρόταση για την συμμαχία με την Γαλλία και θα την προωθούσε στην Γαλλία. Όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός ζήτησε να δει την πρόταση, του παρουσιάστηκε ένα memorandum το οποίο συμβούλευε την Ελλάδα να αναπτύξει ένα πιο ευέλικτο ναυτικό, να ακυρώσει την παραγγελία του θωρηκτού που είχε κάνει στην Γερμανία και στη θέση του να αποκτήσει ελαφρύτερα σκάφη. Ο Τσώρτσιλ επίσης αποκάλυψε ότι ο πρωθυπουργός Χέρμπερτ Άσκουιθ και ο υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι θεωρούσαν ότι θα ήταν δύσκολο να αιτιολογηθεί η παραχώρηση της Κύπρου με μυστική συμφωνία, θα έπρεπε να γίνει επίσημα. Τελικά συμφώνησαν να αναβάλουν το θέμα μέχρι το τέλος των διαπραγματεύσεων για την Συνθήκη του Λονδίνου που τερμάτιζε τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.

Τον Ιανουάριο 1914 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέφθηκε πάλι το Λονδίνο. Στις επαφές του με την βρετανική κυβέρνηση έθεσε το θέμα του Αργοστολίου και της Κύπρου, αλλά του επισημάνθηκε ότι η πολιτική κρίση που είχε προκύψει για το θέμα της Ιρλανδίας, δεν ευνοεί την λήψη οριστικών αποφάσεων. Συμφωνήθηκε να αναβληθεί η συζήτηση του θέματος μέχρι το τέλος Αυγούστου, αλλά στις 28 Ιουλίου ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Ο Έντουαρντ Γκρέι ο οποίος διαμόρφωνε μια πολύ συντηρητική εξωτερική πολιτική δεν ήθελε να προχωρήσει η υπόθεση του Αργοστολίου και της Κύπρου, γιατί φοβόνταν την αντίδραση της Ιταλίας. Από την πλευρά του, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ απογοητεύθηκε γιατί η Αθήνα δεν ακολούθησε το σχέδιο του για προμήθειες νέων πλοίων που θα έκαναν το ναυτικό πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Στην πορεία προέκυψαν και μεγάλα κόστη υποστήριξης του Αργοστολίου για τις επιχειρήσεις στην Αδριατική, τα οποία ο Τσώρτσιλ δεν είχε υπολογίσει στον αρχικό σχεδιασμό. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια οπισθοχώρηση της βρετανικής κυβέρνησης στο θέμα της Κύπρου.

Στις 5 Νοεμβρίου η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία. Αυτό για την Βρετανία σήμαινε την άρση του κωλύματος της τουρκικής επικυριαρχίας στην Κύπρο. Έτσι η Βρετανία κήρυξε την προσάρτηση της Κύπρου με ημερομηνία 5 Νοεμβρίου 1914, αλλά η διεθνής αναγνώριση αυτής της πράξης θα ολοκληρωθεί με την Συνθήκη της Λωζάνης το 1923.

Η πρόταση παραχώρησης του 1915

Τον Οκτώβριο 1915 τα αυστρογερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα κινήθηκαν επιθετικά κατά της Σερβίας. Αν συνέτριβαν την Σερβία οι Κεντρικές Δυνάμεις θα αποκτούσαν τον πλήρη έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής της Κωνσταντινούπολης και η Νοτιοανατολική Ευρώπη θα έμενε εκτεθειμένη.

Οι βρετανικές προσπάθειες επικεντρώνονται στο να κινητοποιήσουν την Ελλάδα και την Ρουμανία στο πλευρό της Αντάντ. Στις 12 Oκτωβρίου ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι δίνει εντολή στον πρέσβη στην Αθήνα Φράνσις Έλλιοτ να προσπαθήσει να πείσει την κυβέρνηση να μπει στον πόλεμο. Δεν προσφέρεται τίποτα ως αντιστάθμισμα. Την επόμενη ημέρα ο Γκρέι βελτιώνει την προσφορά του εγγυώμενος τα σύνορα της Ελλάδας και υποσχόμενος ότι με τον τερματισμό του πολέμου θα υπάρξουν εδαφικές προσαρτήσεις.

Μέσα στο κλίμα αυτό, ο Ρόμπερτ Σέσιλ, μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών διατυπώνει ένα σχέδιο με βάση το οποίο στην Ελλάδα θα πρέπει να δοθούν η Νότια Θράκη, η Σμύρνη και η Κύπρος, πριν το τέλος του πολέμου. Αν και ο Γκρέι διαφώνησε αρχικά για την Κύπρο, άλλαξε γρήγορα γνώμη.

Στις 16 Οκτωβρίου στέλνεται νέο τηλεγράφημα στον πρέσβη Έλλιοτ στο οποίο αναφέρεται ότι η Βρετανία είναι έτοιμη να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι θα υποστηρίξει στρατιωτικά την Σερβία στην επίθεση που δέχεται και θα συμπαραταχθεί με την Αντάντ. Στο τηλεγράφημα γίνονταν σαφές ότι η Ελλάδα έπερεπε να υποστηρίξει άμεσα και με πλήρη κινητοποίηση των στρατιωτικών της δυνάμεων την Σερβία.

Από το τηλεγράφημα του Γκρέι προκύπτουν δύο ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον, ότι επαναλαμβάνεται η τακτική του δολώματος της Κύπρου του 1912. Δεύτερον, δίνεται στην κυβέρνηση Ζαΐμη ελάχιστος χρόνος για να απαντήσει. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ψυχολογική πίεση που ασκήθηκε στην Αθήνα για να εκδηλωθούν οι προθέσεις της κυβέρνησης.

Στις 19 Οκτωβρίου ο Έλλιοτ πληροφορεί το Λονδίνο ότι το θέμα της Κύπρου πρόκειται να συζητηθεί εκείνη την ημέρα στο Υπουργικό Συμβούλιο, με την συμμετοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Την επόμενη ημέρα ο Ζαΐμης ενημέρωσε τους πρεσβευτές της Βρετανίας και της Ρωσίας ότι με βάση την γνώμη των στρατιωτικών θα ήταν καταστρεπτική η βοήθεια προς την Σερβία και ότι αποφασίστηκε να μην αναληφθεί δράση, αλλά η Ελλάδα να διατηρήσει την καλοπροαίρετη προς την Αντάντ ουδετερότητα της. Το Γενικό Επιτελείο ήταν πεπεισμένο ότι τα συμμαχικά στρατεύματα θα έφθαναν πολύ αργά για να βοηθήσουν την Σερβία. Έγινε σαφές ότι καμιά προσφορά δεν θα άλλαζε τη στάση της Ελλάδας.

Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Σαζόνοφ θεωρούσε ότι οι προσφορές προς την Ελλάδα ήταν υπερβολικές και ότι αυτό μείωνε το πρεστίζ της Αντάντ, η οποία έδινε την εντύπωση ότι παραχωρούσε τα πάντα για να επιτύχει την ελληνική συνεργασία. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί δεν είχαν πρόβλημα με την παραχώρηση της Κύπρου, ενώ οι αντιρρήσεις των Ρώσων είχαν να κάνουν περισσότερο με το ότι η Ελλάδα θα κυριαρχούσε στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η επίσημη ελληνική απάντηση στην βρετανική προσφορά για την Κύπρο, δόθηκε από τον πρέσβη Ιωάννη Γεννάδιο στις 22 Οκτωβρίου στο Λονδίνο. Στις 24 Οκτωβρίου ο Λόρδος Κρου τηλεγραφεί στον πρέσβη Έλλιοτ ότι η προσφορά για την Κύπρο έχει τελειώσει. Και είτε δεν θα ξαναγίνει στο μέλλον, είτε αν γίνει θα είναι κάτω από προϋποθέσεις που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν. Στις 25 Οκτωβρίου μεταβιβάζεται η απόφαση του Λονδίνου στον Ζαΐμη.

Αξιολογώντας την βρετανική πρόταση μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η ευθύνη του Κωνσταντίνου και της κυβέρνησης του είναι προφανής. Η βρετανική κυβέρνηση γνώριζε ότι η πρόταση της δεν είχε πιθανότητες αποδοχής, δεδομένης της σταθερής πολιτικής του Κωνσταντίνου περί ουδετερότητας της Ελλάδας.

Από την πλευρά των Βρετανών είναι περίεργο το γεγονός ότι μόνο λίγοι υπουργοί γνώριζαν την πρόταση και το ότι δεν είχε περάσει από το Υπουργικό Συμβούλιο. Σε μια τέτοια διαδικασία, ο Γκρέι θα είχε αντιμετωπίσει σοβαρές αντιρρήσεις για την παραχώρηση της Κύπρου. Προφανώς, οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή την πρόταση είχαν να κάνουν με την πίεση που αισθάνονταν με τις εξελίξεις στο μέτωπο των Βαλκανίων. Με τα δεδομένα αυτά, η πρόταση παραχώρησης της Κύπρου δεν ήταν πλήρως τεκμηριωμένη, άρα όχι απολύτως γνήσια.

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι και οι δύο προτάσεις της Βρετανίας του 1912 και του 1915 δεν ήταν αρκούντως σοβαρές. Έγιναν από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ και τον Έντουαρντ Γκρέι για να τους βοηθήσουν στην επίλυση κάποιων προβλημάτων της συγκυρίας που αντιμετώπιζαν, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει την πλήρη στήριξη της βρετανικής πολιτικής ελίτ, που θα χρειάζονταν για μια τέτοια απόφαση. Τις ευθύνες από ελληνικής πλευράς τις έχει καταγράψει η ιστορία