Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Η ευλογημένη Πολιτεία

"Σαν ήμουν στον καιρό της νιότης μου, είχαν πει πως σε κάποια πολιτεία ζούσαν όλοι οι άνθρωποι, μ' οδηγήτρες τους τις Γραφές. Και είπα: «Θ' αναζητήσω αυτή την πόλη, να χαρώ την ευλογία της».
 
Κι ήταν μακριά πολύ. Κι έκανα γερή κουμπάνια για το ταξίδι μου. Και μετά σαράντα μέρες ξεδιάκρινα την πόλη, και στις σαράντα μέρες και μία, σ' αυτήν μπήκα. Και τι να δω! Το σύνολο από τους κατοίκους της πόλης, ήταν άτομα που δεν είχαν παρά μόνο ένα μάτι κι ένα χέρι. Κι εμβρόντητος μονολόγησα: «Μπορεί σε μία τόσο άγια πόλη οι άνθρωποι να μην έχουν παρά ένα μάτι κι ένα χέρι;».

Τότε πρόσεξα πως κι εκείνοι είχαν μείνει κατάπληχτοι, απορώντας πολύ, για τα δυο μου μάτια και τα δυο μου χέρια. Και καθώς αντάλλαζαν κουβέντες, μεταξύ τους, τους ρώτησα: «Είναι στ' αλήθεια αυτή η Βλογημένη Πολιτεία, που καθένας ζει μ' οδηγήτρες του τις Γραφές;».
Και μου απάντησαν: «Ναι, αυτή είναι».
«Και τι συμφορά σας βρήκε», είπα, «τι έγιναν τα δεξιά σας μάτια και τα δεξιά σας χέρια;».
Κι όλος ο λαός μπήκε σε κίνηση. Κι είπανε: «Έλα να δεις».
Και με πήγαν στον ναό, καταμεσής στη πόλη. Και μέσα στον ναό είδα: Έναν σωρό χέρια και μάτια. Σαν φύλλα μαδημένα. Και τότες είπα: «Αλίμονο! Ποιός κουρσευτής πρόσταξε, τέτοια σκληρότητα σε βάρος σας;».

Και, ψίθυρος υψώθηκε σαν κύμα ανάμεσό τους. Κι ένας από τους πρεσβύτερους βγήκε μπροστά από όλους κι είπε: «Είναι αυτοπραξία μας. Ο Θεός μας έκανε κουρσευτές πάνω από το κακό που έβοσκε μέσα μας». Και μ' οδήγησε μπρος σ' έναν ψηλό βωμό, κι ολόκληρο το πλήθος ακολουθούσε. Και μου 'δειξε πάνω στον βωμό μία επιγραφή, σκαλισμένη που έγραφε:

«Εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν
καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν
μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν.
Καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν
καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν
μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν».

Τότε μπήκα στο νόημα. Και στρεφόμενος στα πλήθη φώναξα: «Δεν υπάρχει ούτε ένας, άντρας ή γυναίκα, ανάμεσά σας που να έχει δύο μάτια ή δύο χέρια;».
Και μου απάντησαν λέγοντας: «Όχι, ούτε ένας. Δεν υπάρχει ούτε ένας, εκτός από τα παιδιά -τα πολύ μικρά ακόμα για να μπορούν να διαβάσουν τη Γραφή και να καταλάβουν τις εντολές της».

Και μόλις βγήκαμε από τον ναό, εγκατέλειψα αμέσως τη Βλογημένη Πολιτεία. Γιατί δεν ήμουν πολύ μικρός, και γιατί μπορούσα τη Γραφή να τη διαβάσω..."

Χαλίλ Γκιμπράν

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Περί πολιτικής και διακυβέρνησης

Σεμνά και ταπεινά

06_french_revolution "... Πιστεύω ότι σε τριάντα χρόνια οι υπουργοί θα είναι λίγο πιο ικανοί, αλλά όσο έντιμοι είναι και οι σημερινοί. Η ιστορία της Αγγλίας είναι για μένα ο καθρέπτης του μέλλοντός μας. Πάντα θα βρίσκεται ένας βασιλιάς που θα θέλει ν' αυξήσει τα προνόμιά του. Πάντα θα υπάρχει η φιλοδοξία να γίνεις βουλευτής. Η δόξα και μερικές χιλιάδες φράγκα που κέρδισε ο Μιραμπώ δεν θ' αφήνουν τους πλούσιους της επαρχίας να κοιμηθούν. Αυτό θα τ' ονομάσουν φιλελευθερισμό κι αγάπη προς τον λαό. Πάντα οι βασιλόφρονες θα φιλοδοξούν να γίνουν ομότιμοι οι βουλευτές. Στο σκάφος του κράτους, όλοι θα θέλουν να ασχοληθούν με τις μανούβρες γιατί είναι καλοπληρωμένες.

Δεν θα υπάρξει ποτέ, λοιπόν, θέση για έναν απλό επιβάτη;"

Απόσπασμα από το Le Rouge et le Noir του Stendhal, 1830

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2008

Κριστιάν Μπομπέν: "Αιχμάλωτος του λίκνου"

Συνεχίζοντας την προσπάθεια στήριξης κάθε εκδοτικής προσπάθειας και λογοτεχνικής δουλειάς στην πόλη μας, παρουσιάζουμε το νέο βιβλίο από τις εκδόσεις "Χαραμάδα", υπό τον τίτλο "Αιχμάλωτος του λίκνου" του Christian Bobin.

Ο Κριστιάν Μπομπέν (Christian Bobin), γάλλος συγγραφέας και ποιητής, γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1951, στο Λε Κρεζό (Le Creuzot), στη Βουργουνδία της Γαλλίας, όπου κι εξακολουθεί να ζει – δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέθλια πόλη του· διαμένει σε μία απλή κατοικία, σε ένα κτίριο που παλαιότερα χρησίμευε ως βάση της πυροσβεστικής. Οι γονείς του ήταν εργάτες – ο πατέρας του εργαζόταν ως σχεδιαστής στο εργοστάσιο Σνάιντερ.

Μοναχικός ήδη από τα παιδικά του χρόνια, προτιμούσε τη συντροφιά των βιβλίων. Ήταν από τα παιδιά που στην αυλή του σχολείου στέκουν παράμερα και παρακολουθούν τους άλλους. Αναφορικά με τα παιδικά του χρόνια θα πει, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του : «Θα ήμουν ανίκανος να αφηγηθώ τα παιδικά μου χρόνια. Αναρωτιέμαι πώς γράφονται τέτοιου είδους βιβλία. Εγώ νιώθω ανάπηρος μπροστά σε ένα ανάλογο εγχείρημα. Κι ακόμα χειρότερα, έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει στη μνήμη μου σχεδόν τίποτε από εκείνα τα χρόνια. Έχω ξεχάσει ένα σωρό ονόματα. Δε θυμάμαι ούτε τα ονόματα των δασκάλων μου, ούτε των συμμαθητών ή των φίλων μου, αν και είχα μερικούς. Μου απομένουν αχνά μόνο κάποιες φυσιογνωμίες, φευγαλέες κι αυτές. Αυτή ή λήθη έχει καταβροχθίσει γύρω στα είκοσι χρόνια από τη ζωή μου. Γιατί καλύπτει και τα επόμενα χρόνια· δεν έχω καμία ανάμνηση ούτε από τα χρόνια μου στο λύκειο».

Σχετικά με το σχολείο, απαντά: «Εκείνο που μου φαίνεται πραγματικά ανυπόφορο είναι ότι το σχολείο -το ίδιο κάνει και η κοινωνία μας- με χώριζε από τον ίδιο μου τον εαυτό· όχι από κάποιον άλλο, αλλά από μένα τον ίδιο σε μια αέναη περιπλάνηση στο χρόνο και τις ψυχικές διαθέσεις· απ’ αυτό με κρατούσε μακριά».

H αποσπασματική γραφή, το θραύσμα λόγου όπως το αποκαλεί, μοιάζει να είναι το φυσικό του στοιχείο, ενώ το μυθιστόρημα, το προσωπικό ημερολόγιο και η πεζή ποίηση, ως μέσα λογοτεχνικής έκφρασης, απαντώνται από κοινού ή ξεχωριστά στα βιβλία του. Τα έργα του, που χαρακτηρίζονται από οικονομία και μια εμφανή προτίμηση για τη μινιμαλιστική γραφή, θυμίζουν μικρούς πίνακες φτιαγμένους από στιγμές που συναρμολογούνται σαν τα κομμάτια ενός παζλ. Μέσα από τα κείμενά του αυτός ο “σπιτόγατος”, ο ταξιδευτής της λευκής σελίδας, μας δείχνει τον κόσμο όπως έχουμε ξεχάσει πια να τον βλέπουμε.

--------- Μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο:

Τρελός είναι εκείνος που άφησε τον πόνο να πάρει τη θέση του.

«Η γιαγιά σου είναι στο τρελοκομείο. Την έχουν δεμένη με σεντόνια. Παλεύει όλη μέρα σε μια καρέκλα». Εκείνος που μου τα λέει αυτά γελώντας είναι ο παππούς μου, ο σύζυγος εκείνης που φέρνω αμέσως στο μυαλό μου λευκοντυμένη σα μούμια, να ουρλιάζει δίχως να βγαίνει άχνα από το στόμα της. Είμαι οκτώ χρονών. Τα λόγια που μόλις άκουσα έδωσαν στην κουζίνα όπου βρίσκομαι ένα φως, σαν πυρηνική ακτινοβολία, κλεισμένο σε τέσσερις τοίχους. Οι γονείς μου έχουν πάει στον κινηματογράφο κι ο παππούς μου με φυλάει γι’ απόψε. Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ίχνος κακίας μέσα του. Οι χειρότερες καταστροφές δεν προήλθαν από ανθρώπους κακούς, αλλά απλώς αδύναμους ή απερίσκεπτους.


-

Γράφω αυτό το βιβλίο για όλους εκείνους τους ανθρώπους που, αν και έχουν μια ζωή απλή και πολύ όμορφη, καταλήγουν να την αμφισβητούν γιατί τους προβάλλουν πάντα μόνο ό,τι είναι θεαματικό.

-

Όλη μου τη ζωή την πέρασα σε δύο πόλεις: στο Λε Κρεζό και στην πόλη που βρίσκεται από πάνω, μέσα στα σύννεφα.



Πηγή: εκδόσεις "Χαραμάδα"

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

Πέτια Ντουμπάροβα: "κείμενα ενός κοριτσιού"


Η Πέτια Σταΐκοβα Ντουμπάροβα γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1962 στην πόλη Μπουργκάς της Βουλγαρίας. Στην πολύ σύντομη ζωή της κατάφερε να αφήσει δημιουργίες που κουβαλούν τα σημάδια ενός τεράστιου ταλέντου. Το φαινόμενο «Πέτια Ντουμπάροβα» είναι μοναδικό στην βουλγαρική λογοτεχνία – και θα ήταν μοναδικό σε οποιαδήποτε λογοτεχνία. Εννέα μόλις ετών είχε συνειδητοποιήσει πως είναι ποιήτρια. Δώδεκα χρόνων προφητεύει την προσωπική της μάχη και το θάνατο της. Στα δεκαεπτά της έφυγε.

Το ταλέντο της ήταν αναγνωρισμένο όσο ζούσε. Στα δεκατρία της χρόνια ήταν μέλος της Λέσχης Καλλιτεχνών του Μπουργκάς. Οι δημιουργίες της χάριζαν μεγάλη χαρά στους εκδότες των λογοτεχνικών περιοδικών της Βουλγαρίας. Και, μεταφρασμένα στα ρωσικά, τα έστελναν με καμάρι στα ρωσικά περιοδικά για νέους και μαθητές.

Με την πρώτη άγρια απόπειρα από την πλευρά του περιβάλλοντος και της κοινωνίας να εισβάλλει στο δικό της πανέμορφο κόσμο, η Πέτια αποφάσισε να φύγει. Ένα κορίτσι τρυφερό, ταλαντούχο, γεμάτο όνειρα, το οποίο όμως κατηγορηματικά αρνείται να γίνει, όπως γράφει και στο ημερολόγιο της, «ένα μικροσκοπικό εξάρτημα» του σάπιου συστήματος. Κι αυτή ήταν η προσωπική της μάχη. Υποβαθμίζουν τη διαγωγή της σε μετρία και, το χειρότερο, σχεδόν την κατηγορούν για σαμποτάζ – πολύ σοβαρή κατηγορία.

Ήταν 4 Δεκεμβρίου του 1979 και πάρα τις προσπάθειες των γιατρών, απεβίωσε. Ήταν μόλις δεκαεπτά χρόνων. Για τις συνθήκες θανάτου ακολουθεί έρευνα της αστυνομίας. Οι γραπτές μαρτυρίες των τριών καθηγητών εξαφανίστηκαν και ποτέ δεν βρέθηκαν. Δεν πρόλαβε να δει το πρώτο της βιβλίο. Αυτό εκδόθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατό της.

Η αγάπη κι ο καημός των ανθρώπων σε όλη τη Βουλγαρία μετέτρεψαν το πατρικό της σπίτι σε μουσείο, το 1988. Καθημερινά το επισκέπτονται δεκάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας και επαγγέλματος. Επειδή όλοι, όσοι την αγαπούν, έχουν την ανάγκη ν’ αγγίξουν έστω με τα μάτια την αγαπημένη της κιθάρα, το κασετόφωνό της, τα τετράδια της, το αγαπημένο της κόκκινο φόρεμα, για το οποίο η Πέτια γράφει, πως της φέρνει γούρι.

Ολοκληρωμένα σε βιβλία ή αποσπασματικά σε περιοδικά λογοτεχνίας έχει εκδοθεί σε χώρες όπως η Αγγλία, η Ουγγαρία, η Ρωσία, η Πολωνία, η Μογγολία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ινδία. Το 1992 γίνεται γνωστή στους αναγνώστες και των ΗΠΑ και τώρα στην Ελλάδα μέσα από τις Εκδόσεις Χαραμάδα. Σε αυτό το βιβλίο παρουσιάζονται επιλεγμένα κείμενα και διηγήματά της.