Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

Τι πραγματικά είπε ο Ακίλα Σάλεχ για το τουρκολιβυκό μνημόνιο


Τις τελευταίες ώρες διαβάζω πλήθος αναλύσεων και σχολίων που αποτιμούν θετικά την πρόσφατη συνέντευξη του προέδρου της λιβυκής Βουλής, Ακίλα Σάλεχ, στο Λιβυκό Πρακτορείο Ειδήσεων, αναφορικά με το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, τις ελληνολιβυκές σχέσεις και τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα;

Σύμφωνα με “Το Βήμα”, ο Ακίλα Σάλεχ “αμφισβητεί τη νομική ισχύ της συμφωνίας μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης και μιλά για νέο πλαίσιο διαπραγματεύσεων στην Ανατολική Μεσόγειο”. Η διατύπωση αυτή εύλογα δημιούργησε την εντύπωση ότι ο Λίβυος αξιωματούχος αποδίδει στην ελληνική προσέγγιση τον χαρακτήρα μιας πιο ρεαλιστικής οδού επίλυσης. 

Ωστόσο, τα φαινόμενα - ή, για να είμαι ακριβέστερος, τα λεγόμενά του - μάλλον απατούν. Στον λόγο του Ακίλα Σάλεχ διακρίνω το γνώριμο μοτίβο της τουρκικής επιχειρηματολογίας, σε μια πιο “ευέλικτη” και διφορούμενη μορφή. Δεν πρόκειται για κάτι ασυνήθιστο στη διπλωματική πρακτική των μουσουλμάνων, με την ασάφεια να λειτουργεί συχνά ως εργαλείο πίεσης και να θεωρείται διαπραγματευτικό κεφάλαιο.

Ο Σάλεχ γνωρίζει καλά τον ρόλο του και τα όρια της επιρροής του στη λιβυκή πολιτική σκηνή. Γνωρίζει επίσης τη θέση της χώρας του στη διπλωματική σκακιέρα και τη σχετική ισχύ των βασικών παικτών στην περιοχή: της Ελλάδας, της Αιγύπτου και της Τουρκίας. 

Ποιο είναι, λοιπόν, το πραγματικό αντίκρισμα των δηλώσεών του;

Πρώτον, δεν αμφισβητούν στρατηγικά τις τουρκικές θέσεις. Αντιθέτως, κινούνται εντός του ίδιου πλαισίου, απλώς χωρίς την ευθύτητα της Άγκυρας, καθώς μια ανοιχτή ταύτιση θα οδηγούσε σε περαιτέρω διπλωματική απομόνωση. 

Δεύτερον, επιχειρούν - έστω έμμεσα - να ασκήσουν πίεση προς την ελληνική πλευρά, μεταφέροντας τη συζήτηση από το πεδίο της νομιμότητας στο πεδίο της διαπραγμάτευσης.

Τρίτον, αναδεικνύουν τη “λογική” του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου ως αντικείμενο διαλόγου και όχι ως ζήτημα που κλείνει με βάση το διεθνές δίκαιο. 

Και τέταρτον, αποφεύγουν κάθε συγκεκριμένη δέσμευση. Το υπονοούμενο είναι σαφές: “όλα βρίσκονται στο τραπέζι”.

Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το διαχρονικό πρόβλημα για την ελληνική διπλωματία. Η Ελλάδα προσεγγίζει τα ζητήματα πρωτίστως νομικά. Η Τουρκία - και αρκετοί περιφερειακοί δρώντες - τα προσεγγίζουν διαπραγματευτικά. Και πράττουν αναλόγως, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. 

Τί μας είπε, τελικά, ο Ακίλα Σάλεχ; Όχι ότι το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι άκυρο. Όχι ότι αποδέχεται την ελληνική νομική επιχειρηματολογία αλλά, τίποτε δεν θεωρείται οριστικό και ότι όλα μπορούν να επαναδιατυπωθούν μέσα από μια διαδικασία διαπραγμάτευσης στην οποία “χωρούν όλοι”.

Συμπερασματικά, ο στόχος του στρατοπέδου Χαφτάρ δεν φαίνεται να είναι η ακύρωση του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου, αλλά η έμμεση νομιμοποίησή του μέσω μιας αναδιαπραγμάτευσης των όρων του. Και αυτό καλό είναι να το γνωρίζουμε.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Η Τουρκία ανάμεσα σε συμβολισμούς και φοβικά σύνδρομα

Pope Leo XIV is welcomed to the presidential palace in Ankara, Turkey, by Turkish President Recep Tayyip Erdogan Nov. 27, 2025, (CNS/Lola Gomez)
Pope Leo XIV is welcomed to the presidential palace in Ankara, Turkey, by Turkish President Recep Tayyip Erdogan Nov. 27, 2025,  (CNS/Lola Gomez)

Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές ο Τούρκος πρόεδρος υποδεχόταν στην Άγκυρα τον Προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η υποδοχή του ήταν η αναμενόμενη: χαμόγελα, χειραψίες, κόκκινα χαλιά και τιμητικά αγήματα. Η εικόνα αυτή αρκεί για να πείσει τον ανυποψίαστο ότι η Τουρκία ίσως αποτελεί υπόδειγμα θρησκευτικής ανεκτικότητας. Είναι όμως πράγματι έτσι; 

Η Αγία Έδρα δεν είναι μόνο θρησκευτικός θεσμός· είναι και κρατική οντότητα που η Τουρκία υπολογίζει και σέβεται σε αντίθεση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο αντιμετωπίζει με ένα μείγμα εθνικιστικών εμμονών, επιφυλακτικότητας, καχυποψίας,  ιστορικών “ευαισθησιών”, νομικών περιορισμών, αλλά και με έκδηλη θρησκευτική και “εθνική” εχθρότητα.  

Το παράδοξο είναι προφανές: το Βατικανό είναι κυρίαρχο κράτος με δομή εκκλησιαστική, πολιτική, οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν διαθέτει τίποτα από αυτά. Είναι ένας θεσμός αποκλειστικά θρησκευτικός που αντιλαμβάνεται τον ρόλο του καθαρά στο πλαίσιο της ποιμαντικής φροντίδας, δηλαδή της πνευματικής καθοδήγησης και στήριξης του ανθρώπου. Δεν διεκδίκησε ποτέ κάτι περισσότερο από το αυτονόητο: το δικαίωμα να υπάρχει ως αυτό που είναι. Κι όμως, για την Τουρκία αποτελεί... “απειλή”. 

Αυτός ο φόβος της μας αποκαλύπτει την πραγματικότητα. Με το Βατικανό η Τουρκία μπορεί και συνομιλεί άνετα επειδή το Βατικανό δεν έχει ρίζες στην Κωνσταντινούπολη. Δεν συμβολίζει κάτι για το παρελθόν της Πόλης, δεν “ενοχλεί” το εθνικό της αφήγημα. Ο Πάπας έρχεται και φεύγει ως επισκέπτης. Το Φανάρι, όμως, είναι κάτι άλλο. Είναι μνήμη. Είναι συνέχεια. Είναι η διαρκής υπενθύμιση ότι η Κωνσταντινούπολη υπήρξε κάποτε το κέντρο της Χριστιανοσύνης στην Ανατολή. Και αυτή η υπενθύμιση δεν αρέσει στους Τούρκους. Αν μπορούσαν, θα εξαφάνιζαν κάθε χριστιανικό και ελληνικό μνημείο που θυμίζει τις ρίζες της Πόλης.  

Όταν λοιπόν οι Τούρκοι αξιωματούχοι μιλούν για “Βατικανό της Ορθοδοξίας στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης που δεν μπορεί να είναι ανεκτό”, δεν φοβούνται την ύπαρξη και λειτουργία ενός ύποπτου κι ανεξέλεγκτου κέντρου ισχύος με δυνητική πολιτική επιρροή. Φοβούνται την δική τους Ιστορία. Την Ιστορία με την οποία είναι μπολιασμένη η γη που σήμερα κατέχουν. 

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι πρόβλημα για την Τουρκία. Είναι μία διαρκής ευκαιρία. Μία ευκαιρία που αδυνατεί να αξιοποιήσει! Είναι ένα πολιτισμικό και διπλωματικό κεφάλαιο που καμία άλλη χώρα στον κόσμο δεν διαθέτει. 

Ας το σκεφτούν καλύτερα. Έχουν στην επικράτειά τους έναν θεσμό που συνομιλεί με κράτη κι Εκκλησίες σε όλο τον κόσμο. Έναν θεσμό που γεφυρώνει Ανατολή και Δύση. Έναν θεσμό με τεράστια ιστορική και πολιτιστική βαρύτητα. Κι όμως, εξακολουθούν να αισθάνονται απειλούμενοι. Συνεχίζουν να προκαλούν, να απαξιώνουν και να καταστρέφουν, υπονομεύοντας οι ίδιοι το κύρος και τη διεθνή τους εικόνα όσο καλά σκηνοθετημένη κι αν είναι.