Πριν λίγες ημέρες, κι ενώ διανύουμε ήδη το έτος των εορτασμών από τα διακόσια χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, συμμετείχα σε έναν διάλογο με αντικείμενο ένα μικρό απόσπασμα από το πρόσφατο άρθρο του Νίκου Δήμου με το οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, προσπαθεί να μας δείξει ότι η Εκκλησία αντιπροσώπευε κι αντιπροσωπεύει τον σκοταδισμό και την οπισθοδρόμηση, βλάπτοντας εν πολλοίς το εθνικό συμφέρον(!).
Ποιό το διακύβευμα; Οι εμβολιασμοί
και η υποστήριξη των πολιτικών επιλογών της
Κυβέρνησης καθώς, η τελευταία δεν καταφέρνει
να πείσει - όχι αναίτια - μία μεγάλη μερίδα του
ελληνικού πληθυσμού. Έτσι λοιπόν, ως σημαντικός και σπουδαίος διανοητής είναι, στο ψευτοδίλημμα «με εμάς ή με τους άλλους» προσπαθεί να απαξιώσει
τους μεν σε σχέση με τους δε.
Ο ίδιος, μιλά για έρευνα κι αναζητά
την κριτική σκέψη και τον ορθό λόγο όμως - την
ίδια ώρα, κάπως ανορθόδοξα μας τα λέει και τα
παρουσιάζει, σερβίροντάς μας τελικά μία σούπα
άνοστη και κρύα.
Η γνώμη που εξέφρασα - κι ενόχλησε - κάποιους από τους συνομιλητές μου, στηριζόταν στην έκδηλη υποκειμενικότητά του, την ελλιπή γνώση του επί συγκεκριμένων παραμέτρων (π.χ. γλωσσολογικών σε ό,τι αφορά στο εν λόγω απόσπασμα) καθώς, και στην αίσθησή μου περί εξυπηρετούμενης σκοπιμότητας.
Προφανώς και πρόθεσή του δεν ήταν και δεν είναι η συνδρομή στον δημόσιο διάλογο έτσι, ώστε όσοι δεν γνωρίζουν ή αμφιβάλλουν να έχουν ένα σημείο αναφοράς, ένα μπούσουλα, ένα κίνητρο, εν πάση περιπτώσει κάτι για να ψάξουν τα πράγματα λίγο περισσότερο αλλά, η επίθεση - μέσω της εκκλησίας - στο θρησκευτικό αίσθημα όλων εκείνων που βρίσκουν στην πίστη μία κάποια ηρεμία. Από την άλλη μεριά της παλάντζας, τοποθετεί την επιστήμη με το «ειδικό» της βάρος έτσι, ώστε καταδειχθεί η «συγκριτική διαφορά», αρνούμενος να δει το οφθαλμοφανές: Η «επιστήμη» κατάντησε reality show κι οι θεράποντές της μεταμορφώθηκαν σε τηλεοπτικούς μαϊντανούς. Για ποιόν διαφωτισμό ομιλεί;
Με μία κατ’ επίφαση αγωνία περί ποιότητας
της παρεχόμενης παιδείας - άραγε ποιοί οι αγώνες
του; - επιχειρεί να ενισχύσει τα γραφόμενά του
με την περιγραφή της πραγματικότητας
που όλοι γνωρίζουμε κι αναγνωρίζουμε, κανείς
όμως δεν τολμά να αλλάξει! Κάπου πήρε το μάτι
μου και τον ... ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Σιγά μην τον άφηνε απ' έξω... είναι η πλέον trendy αντίληψη περί τεκμηρίωσης.
Χαρακτήρισα το άρθρο του προβληματικό στη δομή και στο περιεχόμενο, εντοπίζοντας όλες εκείνες τις εκτιμήσεις και τα στερεότυπα του γραπτού του λόγου που η ίδια η Ιστορία και η επιστημονική έρευνα έχουν διαψεύσει.
Αντίθετα, κάποιοι εκ των συνομιλητών μου, το βρήκαν άριστο, περιεκτικό κι ακριβές. Όταν όμως τους ρώτησα πως μπορεί να αμφισβητηθεί η «αυθεντία» του κι όταν εξ αφορμής του αποσπάσματος, αναφέρθηκα ονομαστικά σε παραδείγματα Φαναριωτών (ας πούμε διανοούμενων και πεφωτισμένων) που με τα έργα τους κατέδειξαν ό,τι χειρότερο έχει να επιδείξει ο Ελληνισμός, κι όταν επεσήμανα - λόγω της προσωπικής μου εμπειρίας - πως η χρήση της γλώσσας κατά την Οθωμανική περίοδο αλλά και κάθε φορά, είναι διαφορετική σε σύγκριση με τη χρήση της γλώσσας στην Ελλάδα και το παρόν, η αντίδρασή τους με εξέπληξε δυσάρεστα... και με εξέπληξε δυσάρεστα διότι άνθρωποι με γνώσεις, δύναμη πνεύματος και με επαγγελματική/κοινωνική ταυτότητα που προϋποθέτει μία κάποια διαλεκτική ικανότητα, δεν επιτρέπεται να εμμένουν δογματικά στην διαχείριση πραγμάτων, προσώπων και γεγονότων κι ούτε είναι πρέπον να απαξιώνουν την οποιαδήποτε διαφορετική, τεκμηριωμένη όμως, θέση μόνο και μόνο επειδή δεν προέρχεται από έναν γνωστό δημοσιογράφο ο οποίος, παρά το έργο και τις περγαμηνές του, έχει προκαλέσει κατ’ επανάληψη αλγεινή εντύπωση με τα γραπτά του...
Όταν εκφράζουμε μία άποψη, δεν την εκφράζουμε
για να πείσουμε κανέναν! Ούτε για να έχουμε κάτι
να λέμε. Αντίθετα, την προσφέρουμε προς αξιολόγηση
και συμμετέχουμε στον γενικότερο προβληματισμό
με αγαθή πρόθεση για
να βρούμε την αντικειμενική αλήθεια. Και μιλώ για εμένα.
Ο καθένας, ασφαλώς μπορεί να γράφει και να λέει ό,τι θέλει. Μπορεί και να πιστεύει ό,τι θέλει. Δεν χρειάζεται να συμφωνούμε. Η ίδια η Ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται και κυκλοφορούν πολλές και διαφορετικές εκδοχές της. Επομένως, το ζήτημα δεν είναι να πειστεί κανείς, ούτε και να υπερισχύσουμε ενός διαλόγου στον οποίο όλοι συμμετέχουμε ισότιμα. Διαφορετικά, ο διάλογος δεν έχει νόημα.
Η Ελληνική Ιστορία και ιδιαίτερα η Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, είναι η δική μας Ιστορία και οφείλουμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τα μεγάλα και τα σπουδαία, όπως ακριβώς δικαιούμαστε να αισθανόμαστε απέχθεια κι αποτροπιασμό για όλες εκείνες τις βρομιές, τις ρουφιανιές, τις προδοσίες, τα μίση και τα πάθη. Κανείς δεν έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της μίας ή της άλλης πλευράς. Όπως και να έχει, όλα ορίζουν ό,τι εμείς είμαστε σήμερα κι είναι βέβαιο, αν κοιταχτούμε στον καθρέπτη θα δούμε όλα εκείνα για τα οποία μπορούμε να υπερηφανευόμαστε αλλά, κι όλα εκείνα για τα οποία ντρεπόμαστε.
Κι ο Δήμου, ο κάθε Δήμου, κι εγώ και όλοι εσείς, είμαστε προϊόντα αυτής της Ιστορίας. Όλοι, είτε το θέλουμε είτε όχι, διαδραματίζουμε τον μικρό ή τον μεγάλο μας ρόλο. Με τις ευστοχίες μας και τις αστοχίες μας. Κάθε ρόλος είναι σημαντικός και στο τέλος τέλος η ιστορία δεν γράφεται από τους «διάσημους» και τους «δυνατούς» αλλά από τους «άσημους» και τους «αδύναμους» που ενίοτε αποφασίζουν και πράττουν.
Αν ο κ. Δήμου, είχε την ευγενή καλοσύνη και την διάθεση και την πρόθεση να συμβάλλει με το πνεύμα του στην παιδεία των Ελλήνων, τότε μετά χαράς όλοι θα τρέχαμε να τον συνδράμουμε. Από εκεί και ύστερα, ναι! Να συζητήσουμε για όλα όσα θα πρέπει να αλλάξουν ή να βελτιωθούν... με δίχως πάθη κι ανιδιοτέλεια, για να οδηγηθούμε σε ένα κάποιο αποτέλεσμα για εμάς κι όχι για να "γίνουμε" ή να δείχνουμε "Ευρωπαίοι".
Να μιλήσουμε για όλα! Καμία αντίρρηση. Όμως, διερωτώμαι, αναρωτήθηκε ποτέ ο κ. Δήμου αν με την αρθρογραφία του και τις πολιτικές του προτιμήσεις - αν, λέω αν - μάλλον αποτελεί μέρος του προβλήματος κι όχι της λύσης; Ή μήπως τα «μεγάλα πνεύματα» δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους τόσο ευτελείς συλλογισμούς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου