Αφορμή γι' αυτήν την ανάρτηση, στάθηκαν τρία άσχετα(;) μεταξύ τους γεγονότα: α) Η πρόσφατη επίσκεψη Gül στο Τουρκμενιστάν, β) οι έντονες αντιδράσεις των τουρκόφωνων στην ΠΓΔΜ για την ανέγερση αγάλματος του Γιώργου Καστριώτη στην είσοδο της πόλης των Σκοπίων και γ) η επίσκεψη Babacan στην Δυτική Θράκη και ό,τι εντυπώσεις άφησε τόσο στην μουσουλμανική μειονότητα, όσο και στην Ελληνική Κυβέρνηση.
Δυστυχώς, ως χώρα, έχουμε συνηθίσει να παρακολουθούμε και όχι να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, της οποίας η ανωτερότητα - σε ό,τι αφορά στις πρακτικές - είναι αναμφισβήτητη, πράγμα το οποίο επηρεάζει τα εθνικά μας συμφέροντα και όχι πάντοτε θετικά.
Μπερδεύουμε με την ίδια ευκολία παρόν και παρελθόν, συναισθήματα και λογική, γι' αυτό και έχουμε εγκλωβιστεί σ' ένα πολύ περιορισμένο πεδίο «ανάγνωσης» της άλλης πλευράς.
Αυτό το λάθος, δεν το κάνουμε μόνον εμείς. Ο δυτικός τρόπος αντίληψης κάνει ακριβώς το ίδιο λάθος. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί σε ό,τι αφορά στις ευρω-τουρκικές σχέσεις, διακρίνουμε κάθε λίγο και λιγάκι, να επικρατεί μια κάποια σύγχυση. Στο ΝΑΤΟ βέβαια, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά αλλά, αυτό μάλλον οφείλεται στις επιδιώξεις της ίδια της Συμμαχίας.
Αναφορικά με την σημασία της Τουρκίας ως πιθανού επίσημου εταίρου στον Ευρωπαϊκό χώρο, ο Orhan Kemal Cengiz στην εφημερίδα Turkish Weekly Journal, επισημαίνει τα λάθη του δυτικού τρόπου σκέψης στην αντιμετώπιση της Τουρκίας και εν γένει του «Τουρκικού ζητήματος», το οποίο δεν εξαντλείται ούτε στην Δ. Θράκη, ούτε στην Κύπρο και τις δυνάμεις κατοχής του βορείου τμήματος της νήσου, ούτε βέβαια και στα προβλήματα που δημιουργούνται σχεδόν καθημερινά από τους μαχητές του PKK στο εσωτερικό της χώρας.
Ο ίδιος γράφει ότι, οι δυτικοί δεν αντιλαμβάνονται την ίδια την φύση του Τουρκικού κράτους, ούτε και τον τρόπο με τον οποίο η τουρκική κοινωνία τοποθετεί τον εαυτό της μέσα στο παγκόσμιο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί, η δύση φαίνεται να μην κατανοεί (λαμβάνοντας υπόψη ιστορικά δεδομένα) την δομή και λειτουργία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα να νομίζει ότι η Τουρκική Δημοκρατία δεν αποτελεί συνέχειά της και πως εκεί ακριβώς συνίσταται η επιτυχία του Κεμαλισμού, ως προς τον εκσυγχρονισμό δηλαδή και την «δυτικοποίηση» της τουρκικής κοινωνίας.
Όμως, η δυτική άποψη για την Τουρκία, δεν μπορεί παρά να είναι εσφαλμένη γιατί σε αντίθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που ήταν μια πολυεθνική / πολυπολιτισμική / πολυθρησκευτική κοινωνία, η Τουρκική Δημοκρατία δεν χρησιμοποίησε ποτέ φιλελεύθερες πολιτικές διακυβέρνησης αλλά, μάλλον καταπιεστικές, με τάσεις ολοκληρωτισμού ιδίως για την διαβίωση των άλλων εθνικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων στο εσωτερικό της.
Τέλος, υπογραμμίζει ότι αν ο δυτικός κόσμος δεν αποβάλλει τα «ανατολίτικα στερεότυπα» για την Τουρκία, πάντα θα κάνει λάθος και αυτό θα είναι εις βάρος και των δυτικών αλλά και της ίδια της τουρκικής κοινωνίας, η οποία θέλει και ασφαλώς έχει το δικαίωμα για μια «καλλίτερη τύχη» μέσα στον κόσμο.
Δεδομένης της ιστορικής εξέλιξης των πραγμάτων, η Τουρκία μεταξύ όλων των τουρκογενών εθνών μπορεί να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο, αυτό το γνωρίζει και φαίνεται, τώρα τελευταία, έχει ρίξει το βλέμμα της προς την Κεντρική Ασία, γυρνώντας για λίγο την πλάτη στην Ευρώπη…
Όπως μπορείτε να καταλάβετε κι εσείς, το θέμα είναι πολύ πιο βαθύ από τις εθνικιστικές κορώνες Babacan στη Κομοτηνή.
@
Όλα τα εθνικά τουρκικά φύλλα βίωσαν (και βιώνουν ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιπτώσεις) την καταπίεση και την απομόνωση, τουλάχιστον από τον 9ο αιώνα, όταν ξεκίνησε το μακρύ τους ταξίδι προς τα δυτικά, το οποίο και προκάλεσε αρκετά δεινά σε ορισμένους ευρωπαϊκούς λαούς, μεταξύ αυτών και του δικού μας.
Σήμερα, η Τουρκία έχει πλήθος θεμάτων με τα οποία θα πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά… φτάνει μόνο κι αυτή, από την πλευρά της, να αποβάλλει τα «Οθωμανικά» της συμπλέγματα.
α) Έχει να διευθετήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα και την Κύπρο
β) Πρέπει να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της σε ό,τι αφορά στην προστασία(;) / καθοδήγηση(;) / συνδρομή(;) των μουσουλμανικών / τουρκογενών και τουρκόφωνων πληθυσμών, στον ευρύτερο ευρωπαϊκό γεωγραφικό χώρο
γ) Πρέπει να προχωρήσει στον Ευρωπαϊκό της δρόμο με παράλληλη ριζική αναδιαμόρφωση του πολιτικού και κοινωνικού της συστήματος, με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, την διασφάλιση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων για τους υπηκόους της (μειονοτικών ή μη) και την υιοθέτηση του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», με τέτοιον τρόπο που δεν θα θίγεται και η λεγόμενη τουρκική «ευαισθησία».
δ) Να ηγηθεί του κεντροασιατικού χώρου… που δεν είναι και τόσο ευκαταφρόνητος.
Η φράση «ένα κράτος – ένα έθνος» που στήριξε για ογδόντα χρόνια τώρα, τα όνειρα και τις ελπίδες του τουρκισμού, δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματικότητα και φαίνεται, η τουρκική κοινωνία το αντιλαμβάνεται καθώς όλο και περισσότερο μορφώνεται, ταξιδεύει, εργάζεται και απεγκλωβίζεται από την απομόνωση (κάθε είδους) που οι ηγεσίες της την είχαν θέσει. Καταλαβαίνει πως μερίδα αυτής της ηγεσίας ακόμη και σήμερα, αποτελεί το ουσιαστικό εμπόδιο για την αποδοχή της στην Ε.Ε ισότιμα.
Η επιλογή του εκδημοκρατισμού και της φιλελευθεροποίησης της Τουρκίας, αποφασίστηκε και τέθηκε σε εφαρμογή – κατά την ταπεινή μου άποψη – πριν από δέκα περίπου χρόνια. Πολλά συνέβησαν από τότε, μέχρι σήμερα. Βήματα προς τα μπρος και κάποτε, βήματα προς τα πίσω.
Ο ευρωπαϊκός δρόμος της Τουρκίας – πολιτικά – περνάει από την Ελλάδα. Ο οικονομικός της, όμως, δρόμος μπορεί να ακολουθήσει άλλες διαδρομές, μέσω της ενδυνάμωσης του τουρκογενούς στοιχείου κυρίως στον χώρο της Κεντρικής Ασίας, κάτω από την ομπρέλα της Τουρκικής Δημοκρατίας η οποία είναι η μόνη τουρκική χώρα που μπορεί – λόγω ιστορικών, εθνικών, γλωσσικών, πολιτισμικών δεσμών και οικονομικών δυνατοτήτων – να ηγηθεί κοινωνικοπολιτικά, να διαχειριστεί και να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς πόρους μιας τεράστιας σε έκταση περιοχής, που οριοθετείται από τις ανατολικές ακτές του Αιγαίου μέχρι το Τατζικιστάν και την επαρχία Xinjiang της Κίνας, δηλαδή το Κινεζικό Τουρκεστάν.
Δεν είναι τυχαίες, ούτε η επίσκεψη Gül στο Τουρκμενιστάν, ούτε οι διμερείς συμφωνίες αναφορικά με το Κουρδικό ζήτημα, τόσο με το Ιράν, όσο και με το Ιράκ, ούτε και η χλιαρή αντίδραση από πλευράς Τουρκίας στην «στασιμότητα» των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων στην Ε.Ε. το τελευταίο χρονικό διάστημα. Ούτε βέβαια και οι αποστάσεις που σιγά-σιγά αναπτύσσονται στις σχέσεις της Άγκυρας με τις Η.Π.Α., βρίσκοντας ένα ανέλπιστο στήριγμα στις προθέσεις της Ρωσσίας, να συνδράμει τις τουρκικές επιδιώξεις και να ανακόψει έτσι την διείσδυση αμερικανικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή.
Να πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά, για να δούμε πως έχει διαμορφωθεί η πραγματικότητα στην περιοχή αυτή της Ασίας.
Μόλις τον περασμένο μήνα υπογράφηκε στην Τεχεράνη συμφωνία μεταξύ του Ιράν, του Καζακστάν και του Τουρκμενιστάν για δημιουργία και λειτουργία σιδηροδρομικής γραμμής μήκους 700 χλμ, η οποία ενδεχομένως θα συνδέει και την Ρωσσία. Υπολογίζεται ότι ο σιδηρόδρομος θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011 και θα τεθεί άμεσα σε χρήση. Επίσης, υπολογίζεται ότι για τον πρώτο χρόνο λειτουργίας θα μπορούν να μεταφερθούν περίπου 5,000,000 τόνοι μεταλλευμάτων, που θα ανέλθει στα 12,000,000 τόνους τον αμέσως επόμενο χρόνο!
Πέραν αυτού, θα διευκολυνθεί ακόμη περισσότερο η ελεύθερη διακίνηση προσώπων κα η πρόσβαση προς την Κασπία Θάλασσα… πράγμα που σημαίνει και ανάπτυξη και χρήμα.
Κατά την παραμονή του στο Τουρκμενιστάν, ο Gül πρότεινε την κατασκευή αγωγού που θα συνδέει Τουρκία και Τουρκμενιστάν, μέσω Ιράν και θα μπορεί να μεταφέρει 16,000,000 κυβικών μέτρων φυσικού αερίου! Οι Η.Π.Α. ασφαλώς και απορρίπτουν αυτό το σενάριο, λόγω Ιράν και όσο ακόμη το κουρδικό είναι σε εκκρεμότητα, ενώ αποδέχονται την εναλλακτική πρόταση μέσω Αζερμπαϊτζάν… δηλαδή, μέσω ενός ακόμη τουρκογενούς κράτους.
Να σημειώσω εδώ ότι σε ό,τι αφορά το Τουρκμενιστάν, κατέχει την 4η θέση εξαγωγών προς την Τουρκία και η Τουρκία την πρώτη θέση στις εξαγωγές της προς το Τουρκμενιστάν. Αυτό σε αριθμούς σημαίνει σε τζίρο γύρω στα 1,100,000,000$ για το πρώτο δεκάμηνο του 2007, όταν περίπου το 33% του συνόλου των ξένων επενδύσεων στη χώρα, είναι τουρκικής προέλευσης. Και αν οι αριθμοί σας φαίνονται μικροί, μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για το Τουρκμενιστάν!
Λίγο πιο πέρα, στο Τατζικιστάν, τα αποθέματα των υδάτινων πόρων είναι τέτοια, που υπολογίζεται ότι η εκμετάλλευσή τους θα μπορεί να αποφέρει κέρδη ίσα με τα κέρδη που μπορεί να έχει μια χώρα μέλους του OPEC από το πετρέλαιο!
Να λοιπόν που έγκειται το πραγματικό ενδιαφέρον της Τουρκίας. Στην αποκλειστική εκμετάλλευση και διαχείριση όλου αυτού του πλούτου από αμιγώς τουρκογενείς παράγοντες αλλά κυρίως από τουρκικούς, που θα μπορέσει να αποφέρει τόσα κέρδη στην Τουρκία, ώστε να της επιτρέψει να συνομιλεί και να συν-εργάζεται με την Ευρώπη (με άλλους όρους, κυρίως οικονομικούς και όχι με την τροχοπέδη των «ελληνικών επιφυλάξεων»), ως ισχυρός ενεργειακός παράγοντας στον παγκόσμιο χάρτη.
Όπως καταλαβαίνετε, σε ό,τι αφορά στα εθνικά μας θέματα, δεν μπορούμε να περιμένουμε κινήσεις καλής θέλησης από την Άγκυρα, όταν η ίδια η Ελλάδα ως σταυροδρόμι μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, αποτελεί εμπόδιο στην οικονομική-επεκτατική πολιτική της Τουρκίας που, εύκολα μεν μπορεί να παρακαμφθεί, όχι όμως και ανώδυνα.
Πραγματικό φρένο θα μπορούσε να είναι η αντίδραση της Διεθνούς Κοινότητας, η οποία είναι σε θέση να επιβάλει τις αναγκαίες διευθετήσεις για ασφάλεια και σταθερότητα στην περιοχή, πράγμα το οποίο δεν διαβλέπω για το άμεσο μέλλον, καθώς η χώρα μας έχει επιλέξει εδώ και πολλά χρόνια τον ρόλο του αδύναμου κρίκου…
Πηγές: αρχειακό υλικό του Τομέα Διεθνών Σχέσεων της Νεολαίας της Άνοιξης, Καθημερινή, Hurriyet, Turkish Weekly Journal, Turkish Daily News, wikipedia, turkmenistan.neweurasia.net